Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Τα μονοπάτια του Εθνικισμού



γράφει ο Δημήτρης Παπαγεωργίου
Τι έχουμε να χάσουμε; Τι έχουμε να κερδίσουμε; Ερωτήματα αδιάφορα, ερωτήματα που η θέση τους πρέπει να είναι στον σκουπιδοτενεκέ είτε αυτός βρίσκεται κάτω από ένα γραφείο, είτε στο desktop του υπολογιστή μας. Ότι έχουμε είμαστε εμείς. Δεν έχουμε ούτε να χάσουμε, ούτε να κερδίσουμε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι το να δώσουμε. Να δώσουμε τον εαυτό μας, το μυαλό μας, τον χρόνο μας, τις ιδέες μας.
Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ και πέρα από ποιητικές διαθέσεις και καλλιτεχνικές ανησυχίες, η κύρια αποστολή της δικής μας γενιάς των εθνικιστών στην χώρα μας, με οποιονδήποτε τρόπο και αν αυτοί δραστηριοποιούνται, είναι το να
δημιουργήσει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο θα ανθίσει ο νέος εθνικισμός, όπως αυτός γίνεται αντιληπτός από μία γενιά που απεχθάνεται την γεροντοκρατία που εδώ και πολλά χρόνια περιορίζει τον εθνικισμό μέσα σε κουτάκια τα όρια τον οποίον σχηματίστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες, για να χωρέσουν ανησυχίες εκείνων των δεκαετιών.

Δρώντας ως προσωπικότητες, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες των πράξεων μας, είτε ως άτομα, είτε ως συλλογικότητες, είτε μέσω κάθετα οργανωμένων δομών έχουμε την ευκαιρία να αναδιαμορφώσουμε αυτό που αποκαλείται εθνικισμός. Αυτό όμως προϋποθέτει την απομάκρυνση από τα δόγματα, οιασδήποτε μορφής, οιασδήποτε ηλικίας και ούτω το  καθ' εξής. Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στην έννοια του σύγχρονου εθνικισμού θα ήταν το να μεταβληθεί σε ένα ακόμη δόγμα, όποια μορφή και εάν έχει αυτό, ακόμη και εάν αυτό έχει ως μοναδικό σκοπό την εκλαΐκευση των ιδεών μας.
Ο συντηρητισμός δεν είναι μια πολιτική τάση. Είναι μια έμφυτη τάση μέσα στον καθένα από εμάς. Και ο συντηρητισμός θα πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας. Ο συντηρητισμός ακόμη και ως έννοια αυτοπροστασίας, προστασίας των κεκτημένων και των δεδομένοι. Ο μοναδικός σκοπός μας θα πρέπει να είναι το μπροστά. Το να μην φοβόμαστε να ρισκάρουμε κάνοντας βήματα, τα οποία ενδεχομένως να θεωρούνται μη - ρεαλιστικά, βήματα όμως τα οποία θα μας παρέχουν ως αποτέλεσμα λίγα ακόμη εκατοστά ζωτικού χώρου.

Ο κυριότερος ρόλος των νέων εθνικιστών δεν μπορεί να είναι άλλος παρά αυτός της πρωτοπορίας. Το νέο δεν μπορεί να περιορίζεται στο μήνυμα περί οργανωτικής μορφής το οποίο ήδη έχει ακουστεί αλλά στην στάση μας, όσον αφορά την διάθεση μας να πάμε μπροστά, ακόμη και με κόστος, είτε αυτό είναι προσωπικό, είτε πολιτικό, είτε οτιδήποτε άλλο.


 
Ας μην εφησυχαζόμαστε λοιπόν στο τι έχει μέχρι στιγμής πραγματοποιηθεί. Ας μην εφησυχαζόμαστε στο τι έχει χτιστεί και στο τι έχει αποτύχει, Ας πάρουμε με την σειρά τα βήματα που πρέπει ή μάλλον μπορούμε να κάνουμε. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κινούνται και οι όποιες δομές μας, είτε αυτές είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας είτε ατομικής.
Γιατί τελικά είναι ακριβώς αυτές οι αντί-προσωπολατρικές δομές, των δομώνν που διαλύονται μετά την "προδοσία", θάνατο ή αποχώρηση ενός ατόμου, αυτό που καλούμαστε να χτίσουμε στα επόμενα χρόνια, μέσα στα χρόνια της κρίσης.
                                      
                    Η σημερινή κρίση του συστήματος
Η δυνατότητα του κράτους να αντιμετωπίσει κρίσεις μονοδιάστατες, όπως αυτή την οποία αυτή την στιγμή διανύουμε είναι περιορισμένη και σε μεγάλο βαθμό κατορθώνει να διαχειριστεί την κατάσταση λόγω της ανυπαρξίας οιασδήποτε πραγματιστικής εναλλακτικής πρότασης.
Κάτι το οποίο φυσικά ισχύει και για τον εθνικιστικό χώρο, που δεν έχε ι την δυνατότητα να αρθρώσει πραγματιστικό εθνικιστικό λόγο, παρά τρέχει να υιοθετήσει αμάσητες τις λύσεις της αριστερίστικης βλακείας που ζητά την διατήρηση επί της ουσίας του σημερινού σάπιου κατεστημένου, ενδεδυμένου με μια ψευτοουτοπία σοσιαλισμού.

Υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι ζητούν επιστροφή σε μια πρότερη κατάσταση, δεκαετιών παλαιότερων που μπορεί κανείς πια να ζήσει μέσω ασπρόμαυρων φίλμς με μπούρδες τύπου εθνικής αυτάρκειας, λες και ζούμε στην δεκαετία του 1930 και αυτό που μας προβληματίζει είναι η βρώμη για τα άλογα και η πυρίτιδα για να γεμίζουμε τα κανόνια μας και το βούτυρο ους μονάδα μέτρησης της ευμάρειας. Προφανώς κάποιοι από αυτούς, ειλικρινείς (και πιθανώς ευτυχισμένοι) μέσα στην κοινωνική τους
άγνοια, ίσως να ήταν ευχαριστημένοι υιοθετώντας ένα σύνθημα τύπου "εμπρός πί­σω" που θα σήμαινε ότι θα βλέπαμε τους συμπατριώτες μας να αγωνιούν για την εξασφάλιση π.χ. εμβολίων για να μην πεθάνουν από φυματίωση, όπως την δεκαετία του '30.
Και φυσικά ένα άλλο κομμάτι του συμφωνεί με την υποταγή στο ως έχει οικονομικό σύστημα, προκειμένου να αποφευχθούν οι επιπλοκές ενός πιθανού χάους που θα έλθει λόγω της πιθανής του κατάρρευσης. Η λογική του συμπτύσσεται στο εύρημα: "όποιος επενδύει στο χάος καλά θα κάνει να είναι μεγαλομέτοχος". Η διατήρηση όμως του διεφθαρμένου status quo, για να μην μας συμβεί "κάτι χειρότερο" θέτει αυτούς που το λένε από την πλευρά της ίδιας ακριβώς διαφθοράς, τους θέτει στο πλάι αυτών των οποίων υποτίθεται ότι πρέπει να πολεμούν. Για να μην ρισκάρουν να χάσουν κάποια συγκεκριμένα κεκτημένα, θεωρούν ότι αυτό που ταιριάζει είναι το να μεταβληθούμε από πολέμιοι σε υπερασπιστές του κράτους

Τίποτε από αυτά όμως θεωρώ ότι δεν μας ταιριάζει. Δυστυχώς όμως δεν έχουμε ακόμη την δυνατότητα μιας πιθανής καταφατικής λύσης, αλλά πρέπει να περιοριζόμαστε στην άρνηση και την αμφισβήτηση, όντας άλλωστε οι περισσότεροι από εμάς παιδιά μιας γενιάς που έμαθε πρωταρχικά να αμφισβητεί και καθόλου να καθορίζει.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις και το καθρέφτισμα του δικού μας κινήματος να είναι αρκούντως θολό, καλούμαστε να επιλέξουμε μια στάση ζωής στην καθημερινότητα και μια σοβαρή προσέγγιση του τρόπου δράσης μας. Μπροστά μας ανοίγονται συγκεκριμένα μονοπάτια.

                               Η "αγανάκτηση" που γίνεται αντίσταση
Το πρώτο μονοπάτι είναι το να ενωθούμε με τις υπόλοιπες ομάδες αντίδρασης και να φωνάζουμε, ελπίζοντας ότι η δική μας φωνή θα ακουστεί δυνατότερα από αυτές. Και έτσι να εκμεταλλευτούμε την - περιορισμένη κατά την δική μου άποψη- λαϊκή αντίδραση στην σημερινή κρίση. Να επιδιώξουμε να πείσουμε τους συμπολίτες μας, ότι η δική μας αντίδραση στα όσα λαμβάνουν χώρα είναι αυθεντικότερη, τιμιότερη, πιο εμπεριστατωμένη και ότι έχει εν δυνάμει σπόρους μιας μελλοντικής λύσης. Να γίνουμε κοινωνοί και συμμέτοχοι της λαϊκής αγωνίας (ως σύνολο εννοείται γιατί ατομικά θέλοντας ή μη είμαστε ήδη συμμέτοχοι) και να επιχειρήσουμε κοινωνικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα ισχυροποιήσουν την θέση μας στο πλαίσιο των "αντιπολιτευόμενων" δυνάμεων. Από αρκετούς συντρόφους αυτή η επιλογή έχει ήδη γίνει, καθώς είναι δεδομένο ότι πολλοί από εμάς συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες, στηρίζουν τους αγώνες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, στις οποίες είτε ανήκουν είτε όχι. Και φυσικά το κάνουν αυτό, τόσο επειδή το νοιώθουν όσο και για το ότι το θεωρούν σωστό και πρέπον πολιτικά.

Μέσω αυτού του μονοπατιού καταφέρνουμε κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Κατ' αρχήν να ανατρέψουμε το ταμπού που θέλει τους εθνικιστές να αδιαφορούν για τα κοινωνικά θέματα ή έστω να τα χρησιμοποιούν (ως υποσημείωση, όταν μιλούν για τα "μείζονα" εθνικά προβλήματα, όπως η Θράκη, η Μακεδονία, η Κύπρος και ούτω καθ' εξής. Και αν δεν καταφέρει να το κάνει στα μάτια του συνόλου του ελληνικού λαού, το κάνει τουλάχιστον στα μάτια αυτών που πλέουν στην "εθνικιστική λιμνοθάλασσα". Και μερικές φορές αυτό από κάποιους αναδύεται ως ανάγκη πρώτης γραμμής.
Επιπρόσθετα καταφέρνουμε - μία από τις λίγες φορές - να έρθουμε σε επαφή (κινηματικά και όχι προσωπικά) με ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Το μέρος μάλιστα που θεωρούμε υγιές, καθαρό είναι αυτό που παρατά τον καναπέ του για να συμμετέχει σε οποιουδήποτε είδους κοινωνικές εκδηλώσεις. Και δημιουργούμε αν θέλετε μία τριβή με αυτό ακριβούς το δυνητικά επαναστατικό υποκείμενο. Εδώ βέβαια θα πρέπει κάποιος να κάτσει κάτω και να αναρωτηθεί εάν πρόκειται για το πραγματικά υγιές μέρος του ελληνικού λαού, ή εάν πρόκειται για μία ομάδα του η οποία είναι εθισμένη σε αντιδράσεις ή κάποιο κομμάτι του λαού που θίγεται σε προσωπικό επίπεδο από διαφόρων ειδών ανακατατάξεις.
 Δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός, ότι ικανοποιείται και μια εσωτερική μας ανάγκη, καθώς οι περισσότεροι από εμάς έχουν ένα τρυφερό σημείο στην ψυχή τους για μια επαναστατική διαδικασία. Η συμμετοχή λοιπόν σε μαζικές διαδηλώσεις, η συμμετοχή σε κινηματικές διαδικασίες, δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας επαναστατικής δραστηριοποίησης, έστω και αν γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται περί επανάστασης. Οι ανάγκες όμως πρέπει να ικανοποιούνται έστω γιατί αυτή είναι η ανθρώπινη φύση.
Επιπρόσθετα, όπως τονίζουν κάποιοι συναγωνιστές πετυχαίνουμε κάτι ιδιαίτερα σοβαρό. Το να επιλέξουμε στρατόπεδο σε μία εποχή κρίσης. Να αποδείξουμε στην πράξη το ότι προερχόμαστε από τον λαό, και αγωνιζόμαστε με τον λαό, για τον λαό. Και σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, σήμερα που τα στρατόπεδα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν, να τοποθετηθούμε στο αντισυστημικό στρατόπεδο. Όπως γράφηκε πρόσφατα: Αγωνίζομαι σημαίνει κυρίως ότι έρχομαι σε ρήξη με τον εχθρό. Για τον λόγο αυτό πρώτο μέλημα μας θα πρέπει να αποτελεί η αναγνώριση του, η αποκάλυψη του και στη συνέχεια η συντριβή του. Για πολλοστή φορά στα χρόνια μας το σύστημα μετατοπίζει την κοινή γνώμη, στρέφοντας και εναντιώνοντας τη μάζα σε δευτερογενείς παράγοντες υπεύθυνους για τη δυστυ­χία της, στους οποίους όμως αδυνατεί να αντιπαρατεθεί με μονωμένα.

Ουσιαστικά αυτό σημαίνει το ότι συμμετέχουμε ως εθνικιστές σε μία προσπάθεια δημιουργίας κλίματος ρήξης με το κατεστημένο, αναλαμβάνοντας μαχητική δράση εναντίον του, θεωρώντας ότι η κατάρρευση του θα σημάνει προφανώς κάποια συγκεκριμένη ευκαιρία για εμάς. Είτε αυτό, είτε πιστεύουμε ότι το σύστημα δεν θα καταρρεύσει και εμείς έχουμε την ευκαιρία να χτίσουμε το δικό μας προφίλ, με τρόπο που αυτό θα μας αντιπροσωπεύει καλύτερα, από αυτό που ήδη υπάρχει και το οποίο μας θέλει απομονωμένους σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης.
Το πρόβλημα είναι ένα και συγκεκριμένο. Την ίδια στιγμή που όλα αυτά είναι θετικά, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς επηρεάζουν σε πρακτικό επίπεδο τον αγώνα για μια πραγματικά επανάσταση.
                                          
                            Η επαναστατική δημιουργία
Το επόμενο μονοπάτι το οποίο ανοίγεται μπροστά μας βασίζεται σε μία συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, η οποία μπορεί να μην αρεστή, να μην είναι αρκούντως επαναστατική, να μην είναι αρκούντως βραχυπρόθεσμη. Η υπόθεση εργασίας την οποία κάνουμε είναι το ότι το σύστημα δεν θα καταρρεύσει ως σύστημα τα επόμενα χρόνια. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός θα διαθέσει αρκετές εφεδρείες προκειμένου να μην καταρρεύσει. Η συγκεκριμένη οικονομική κρίση δεν θα οδηγήσει σε μια παγκόσμια κατάρρευση και σε έναν κατακερματισμό των υπαρχόντων οικονομικών δομών. Η "εξέλιξη" ίσως αντιθέτους είναι μια διεύρυνση των κατασταλτικών μηχανισμών των "αγορών" και μια συγκεντρω-τικότερη μορφή οικονομικής διεύθυνσης. Το υπάρχων σύστημα δεν θα εξέλθει δυνατότερο, αλλά σκληρότερο από την συγκεκριμένη κρίση του. Το ότι ίσως μεταβληθούν συγκεκριμένα δεδομένα σε χώρες του νότου, μέσω της δημιουργίας "ζωνών" οικονομικής δραστηριότητας, δεν θα σημάνει την κατάρρευση τους και την εγκαθίδρυση κάποιου είδους "λαϊκής κυριαρχίας" που θα δώσει τέλος στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά αντίθετα θα πάρει μια μορφή "αποικιοποίησης" του ευρύτερου ευρωπαϊκού νότου, σε ένα οικονομικό σύστημα που θα συνεχίσει σε γενικές γραμμές να λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες, σε ίσως μια πιο λιτή και αυστηρή μορφή.


Θεωρούμε - προς χάριν της υπόθεσης εργασίας - λοιπόν ότι η συγκεκριμένη οικονομική κρίση δεν θα γκρεμίσει το παρών σύστημα, διότι αυτό διαθέτει ακόμη εργαλεία με τα οποία μπορεί να την αντιμετωπίσει, είτε αυτά είναι τύπου καρότου είτε τύπου μαστίγιου, είτε πιθανότερο ένας συνδυασμός τους.
Ποια είναι λοιπόν η μακροπρόθεσμη προοπτική προς την οποία θα πρέπει/μπορούμε να κινηθούμε με βάση αυτή την υπόθεση εργασίας; Πεποίθηση μου είναι ότι ο δρόμος τον οποίο έχουν πάρει οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, είναι προδιαγεγραμμένος. Σε έναν αριθμό ετών, είτε αυτά είναι δέκα, είτε είναι είκοσι, είτε παραπάνω, η κατάσταση στην χώρα μας θα είναι οριακή. Το ποσοστό των de facto νομιμοποιημένων αλλοδαπών θα είναι κοντά στο ποσοστό των ιθαγενών Ελλήνων. Με δεδομένη τόσο την εγγενή κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και την έμφυτη τάση του ανθρώπου στις δύσκολες στιγμές να στρέφεται για βοήθεια σε ότι θεωρεί πιο κοντινό του, καλούμαστε να κάνουμε μια υπόθεση εργασίας. Ότι το κράτος, το φθίνων σε ισχύ, λόγω του αριστερού φιλελευθερισμού, κράτος θα αποδειχθεί ανίκανο να διαχειριστεί μια κρίση η οποία θα έχει πολλαπλά μέτωπα. Ειδικά όταν τα προηγούμενα χρόνια θα έχει αντιμετωπίσει πολλαπλές κρίσεις, οι οποίες σιγά σιγά θα το αναγκάζουν να χρησιμοποιήσει τις πολιτικές, πνευματικές και οικονομικές του εφεδρείες. Η δε σύγκρουση μεταξύ ομάδος μέσα στα όρια των κρατικών του δομών, είτε αυτές είναι έθνη - κράτη, είτε γεωπολιτικά μπλοκ, θα αποτελέσει το τελικό χτύπημα, όσον αφορά στην δυνατότητα του να ελέγχει το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε, σήμερα σε μεγάλο βαθμό το σύστημα καταφέρνει να ελέγχει το τι συμ­βαίνει στην κοινωνία, ακόμη και σε επίπεδο αντιδράσεων προς το ίδιο.

Εκείνη την κρίσιμη στιγμή λοιπόν που η σύγκρουση θα έχει ξεπεράσει το οικονομικό επίπεδο και θα έχουμε οδηγηθεί σε ενδοκοινοτικές πολεμικές καταστάσεις, είναι η κρίσιμη στιγμή, στην οποία θα αναδυθεί το ποιος θα διαμορφώσει την αναδυόμενη κοινωνία.
Μέρος ακόμη της υπόθεσης εργασίας την οποία διατυπώνουμε είναι ότι η οποιαδήποτε πολιτική αντίδραση στο συγκεκριμένο καθεστώς είτε αυτή είναι με την μορφή ανατροπής είτε με την μορφή άλωσης του συστήματος είναι καταδικασμένη στην αποτυχία. Το καλύτερο δυνατό - για εμάς -αποτέλεσμα είναι το να κερδηθεί κάποιος χρόνος, προκειμένου σε αυτόν ακριβώς τον χρόνο να καταφέρουμε να μετατραπούμε από φαντασιακό επαναστατικό υποκείμενο σε επαναστατικό σύνολο δομών. Το να έλθει αύριο η κατάρρευση αυτή του συστήματος θα είναι θανάσιμο για εμάς, πολύ απλά διότι δεν διαθέτουμε από καμία άπο­ψη τα απαραίτητα προκειμένου να επηρεάσουμε την μετέπειτα κατάσταση.

Με βάση την παραπάνω υπόθεση εργασίας καλούμαστε να επιλέξουμε λοιπόν ένα διαφορετικό μονοπάτι από αυτό της αγανάκτησης. Καλούμαστε να δημιουργήσουμε μια σειρά παράλληλων δομών, οι οποίες θα μας επιτρέψουν την κρίσιμη εκείνη στιγμή που θα λάβει σάρκα και οστά η κοινωνική τήξη, να λειτουργήσουμε ως μια εμπροσθοφυλακή της κοινοτικής ομάδας στην οποία ανήκουμε, δηλαδή των ιθαγενών Ελλήνων - σε μια προοπτική ύπαρξης του έθνους - κράτους - ή των ιθαγενών Ευρωπαίων - σε μια προοπτική όπου έχει ήδη πραγματωθεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση.


Το άρθρο του Δημήτρη Παπαγεωργίου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Patria τεύχος 33 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π