«Στις αληθινές Δημοκρατίες, ο λόγος δεν δένεται με νόμους που ποινικοποιούν την ελευθερία της σκέψης, της γνώμης και της κριτικής. Το νομοσχέδιο μόνο με τον αλήστου μνήμης γαλλικό νόμο Γκαιϋσσώ – Φαμπιούς της 13-7-1990, μπορεί να συγκριθεί: ένα ολοκληρωτικού πνεύματος νομοθέτημα.
Αποτελεί
για την κυβέρνηση βαρύτατο νομικό και πολιτικό σφάλμα η υιοθέτηση της ποινικής
καταστολής ως μέσου για τον περιορισμό των ανεπιθύμητων ή ενοχλητικών για
κάποιους χρήσεων του λόγου, στην Πολιτική, στην Κοινωνία, στον Τύπο, στην
Ιστορία, στην Τέχνη.
Οι Υπουργοί πρέπει να έχουν συναίσθηση ότι είναι υπάλληλοι της Ιστορίας. Δεν έχουν το δικαίωμα να ενδίδουν σε παράλογες απαιτήσεις “ομάδων επιρροής” ή να υπηρετούν μη ξεπερασμένη (αν μη και ύποπτη) Πολιτική Ορθότητα.
Πρωτίστως, όμως,
οφείλουν να τηρούν ευλαβικά το Σύνταγμα της Χώρας που παραβιάζεται πολλαπλώς
και ποικιλοτρόπως. Υπό το κράτος, άλλωστε, της ισχύος του ν. 927/79 για τις
φυλετικές διακρίσεις στον Τύπο κλπ. η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει κρίνει
την αντισυνταγματικότητα ομοίων διατάξεων (Ολ. Α. Π. 3/2010). Αυτό το
νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί γιατί προσβάλλει και την ιστορία του Ελληνικού
Πολιτισμού, που ανέδειξε την ανεκτικότητα απέναντι στον Άλλο ως θεμελιώδη δημοκρατική
αξία, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να την επιβάλει με μέσα νομοθετικού εξαναγκασμού».Οι Υπουργοί πρέπει να έχουν συναίσθηση ότι είναι υπάλληλοι της Ιστορίας. Δεν έχουν το δικαίωμα να ενδίδουν σε παράλογες απαιτήσεις “ομάδων επιρροής” ή να υπηρετούν μη ξεπερασμένη (αν μη και ύποπτη) Πολιτική Ορθότητα.
Επικεφαλίδα του Δελτίου Τύπου; “Προσπάθεια να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα είδος αστυνομίας της σκέψης και της γλώσσας”
Τα παραπάνω λόγια δεν είναι το δελτίο τύπου – απάντηση της Χρυσής Αυγής στην νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, να φέρει μέχρι το τέλος της εβδομάδας προς ψήφιση τον “αντιρατσιστικό νόμο”. Αντιθέτως είναι η ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας, της Πέμπτης 10 Μαρτίου 2011. Ανακοίνωση που υπογράφει ο τότε Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Δικαιοσύνης της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Ηλείας,κ. Κώστας Τζαβάρας. Ανακοίνωση η οποία αφορούσε την τότε νομοθετική πρωτοβουλία του κ. Καστανίδη, να φέρει προς ψήφιση στην τότε Βουλή έναν αντίστοιχο – αν και πιο ήπιο από ό,τι φαίνεται – αντιρατσιστικό νόμο. Από τότε όπως όλα δείχνουν πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι και η κυβέρνηση που βάση της έχει την ΝΔ έχει ως υπουργό Δικαιοσύνης τον κ. Ρουπακιώτη, μέλος της “Δημοκρατικής Αριστεράς”. Όμως δεν είναι τόσο το ίδιο το πρόσωπο του κ. Ρουπακιώτη που βρίσκεται πίσω από αυτό τον νόμο που έρχεται, όσο η εκπεφρασμένη αντίληψη του συνόλου της ΝΔ. Όπως άλλωστε αποδεικνύει η προσπάθεια του υφ. Δικαιοσύνης κ. Καραγκούνη για την στήριξη του νόμου αυτού.
Από ό,τι φαίνεται πλέον τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν. Και πριν προτρέξουν κάποιοι να μας πούν ότι δεν πρόκειται για ποινικοποίηση της σκέψης και όλα τα παραπάνω, θα τους πούμε απλά ότι τα όσα μέχρις στιγμής έχουν δει το φώς δημοσιότητας σαφώς και αφήνουν πάρα πολλά περιθώρια που σίγουρα θα χρησιμοποιηθούν πάραυτα από αυτούς που θέλουν να επιβάλουν την ποινικοποίηση της ελευθερίας της σκέψης.
Για τον γράφων αυτό το νομοσχέδιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Όχι γιατί επηρεάζει τόσο τον ίδιο και κάποιους άλλους συναδέλφους, οι οποίοι έχουμε στο παρόν στοχοποιηθεί από τις δυνάμεις της αριστεράς, ως ... υποκινητές ρατσισμού. Αλλά γιατί αποτελεί ένα μνημείο που σημαδεύει το τέλος της μεταπολίτευσης. Προς μία άλλη εποχή. Περνάμε από την εποχή της ευδαιμονίας και της αποβλάκωσης των μαζών μέσω του καταναλωτισμού σε μία εποχή καθεστωτικού ολοκληρωτισμού. Από εκεί που είχαμε την τηλεόραση ως μέσο αποβλάκωσης και χειραγώγησης, από εκεί που ήταν ο κοινωνικός αποκλεισμός η χειρότερη τιμωρία προς τους αντιδρούντες περνάμε στην εποχή των γκλόπ, των φυλακίσεων και ένας θεός ξέρει τι άλλο θα έλθει για όποιον δεν υποτάσσεται στην κυριαρχία των κρατούντων. Η διατήρηση του status quo έχει περάσει πλέον στην επιθετική της φάση.
Η “αστυνομία σκέψης” που ο κ. Τζαβάρας μας προειδοποιούσε ότι θα ιδρύσει το ΠΑΣΟΚ, ιδρύεται από την τρικομματική κυβέρνηση, στην οποία κύριος μέτοχος είναι το δικό του κόμμα. Η πολιτική ορθότητα που από την δεκαετία του '80 καλλιεργούταν με κάθε τρόπο, από το lifestyle μέχρι την υψηλή πολιτική καταρρέει. Και η μοναδική αντίδραση που απομένει στο συστημικό μέτωπο που αλλιώς ονομάζεται και ως “συνταγματικό τόξο” είναι το να βάλει στην θέση του καρότου το μαστίγιο. Και το μαστίγιο αποδεικνύεται ότι έχει πολλές ουρές στο νομοθέτημα που πρόκειται να έλθει τις επόμενες ημέρες στην Βουλή. Ουρές που θα χτυπούν πολιτικά κόμματα, πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφους, απλούς πολίτες. Ουρές που δεν θα σημαδεύουν μόνον αυτούς που θα τολμούν από ό,τι φαίνεται να λένε κάποια πράγματα με το ονομά τους, αλλά ακόμη και αυτούς που θα επιχειρούν ιστορική έρευνα ή τέλος πάντων θα εκφέρουν τις δικές τους απόψεις σχετικά με ιστορικά γεγονότα, καθώς σαφείς είναι οι αναφορές στις ποινές αυτών που αρνούνται το “Ολοκαύτωμα”.
Αξίζει εδώ να κάνουμε μία μικρή αναφορά στην
περίπτωση του Noam Chomsky. Ο οποίος έγραψε το παρακάτω κείμενο, σχετικά με την
φυλάκιση ενός “αρνητή” του Ολοκαυτώματος, που καταδικάστηκε σε φυλάκιση στην
Γαλλία: “Καταλαβαίνω ότι ο Vincent Reynouard έχει καταδικαστεί και φυλακιστεί,
σύμφωνα με τον νόμο Gayssot και το ότι κυκλοφορεί μία αίτηση ως διαμαρτυρία σε
αυτή την πράξη. Δεν γνωρίζω τίποτε για τον κ. Reynouard, αλλά θεωρώ τον νόμο
Gayssot ως εντελώς παράνομο, μη συμβατό με τις βασικές αρχές μιας ελεύθερης
κοινωνίας όπως αυτές γίνονται κατανοητές από την εποχή του διαφωτισμού. Ο νόμος
που είναι σε ισχύ δίνει στην πολιτεία το δικαίωμα να αποφασίσει την ιστορική
αλήθεια και να τιμωρήσει την αποχώρηση από τα διατάγματά της, μια ανάμνηση των
σκοτεινών ημερών του Σταλινισμού και του Ναζισμού. Εάν η δικαιολογία του νόμου
Gayssot είναι να απαγορεύσει της “απεχθείς απόψεις” ή να προστατεύσει το
δικαίωμα να ζει κανείς σε μια ατμόσφαιρα ελεύθερη από φόβο ή από την
προκατάληψη και τον ρατσισμό, θα έπρεπε να είναι προφανές ότι εάν αυτοί οι
νόμοι εφαρμοστούν με αμεροληψία, θα ποινικποιήσουν ένα ευρύ φάσμα του δημοσίου
διαλόγου, το οποίο, όσο απεχθές και αν βρίσκει κανείς, θα έπρεπε σίγουρα να
επιτρέπεται σε μια ελεύθερη κοινωνία.
Έτσι, θα ήθελα να δείξω την υποστήριξή μου γι' αυτή την αίτηση που διαμαρτύρεται για την εφαρμογή αυτού του νόμου σε αυτή (ή οποιαδήποτε περίπτωση).” Περίπου η ίδια ρητορική με αυτή του κ. Τζαβάρα, ο οποίος ίσως τότε το είχε διαβάσει.
Όπως αξίζει να διαβάσουμε και μια μικρή παράγραφο που είχε δημοσιευθεί σε ιστολόγιο (Μπλέ Μήλο) φιλελεύθερων απόψεων: “Πρώτα απ'όλα, ο προβληματικός Νόμος 927/1979, που αποτελεί τον πρόδρομο του σημερινού κυβερνητικού νομοσχεδίου και επέβαλε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την ποινικοποίηση της λεγόμενης "ρητορικής μίσους", ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου. Αλλά και στην τελευταία κυβερνητική της θητεία, η κατά τ' άλλα κεντροδεξιά, κυβέρνηση της "Νέας Δημοκρατίας", υπήρξε γι' άλλη μια φορά πρωτοπόρος στην "πολιτικά ορθή" λογοκρισία. Μετά από πρόταση του Φώτη Κουβέλη, ψήφισε το άρθρο 23 του νόμου 3719/2008 και εισήγαγε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, νομοθεσία κατά των λεγόμενων"εγκλημάτων μίσους" . Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του νόμου "η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση." Όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο πως έτσι καταστρατηγείται η ισότητα απέναντι στο νόμο (αν σκοτώσει κάποιος έναν μαύρο ομοφυλόφιλο, λόγω ρατσιστικού μίσους, θα τιμωρηθεί πιο αυστηρά απ' ότι αν σκοτώσει έναν ατυχή λευκό ετεροφυλόφιλο!). Επιπλέον, με μια τέτοια νομοθεσία, δεν τιμωρείται πια μόνο η πράξη, αλλά επιπλέον ποινικοποιοιούνται η ρητορική ή και οι σκέψεις του θύτη (αφού αποτελούν πια επιβαρυντικούς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής). Το κράτος αποφασίζει για τα συναισθήματα που επιτρέπεται να γεννώνται μέσα στα κεφάλια των πολιτών, εγκαθιστώντας έναν «Μεγάλο Αδελφό μέσα στο μυαλό μας» , όπως παρατήρησε η λεσβία συγγραφέας Camille Paglia.”
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι όλοι όσοι δεν έχουν ως άμεσο στόχο να επιβάλλουν την “ένοπλη” επικράτηση του status quo έχουν χρέος να ταχθούν απέναντι σε αυτή την πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Η χρονική στιγμή δεν αφήνει φυσικά πολλά περιθώρια για να πιστεύουμε ότι δεν θα ψηφισθεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Η απόλυτη προσήλωση της κυβέρνησης στην υπερψηφισή του φαίνεται και από το γεγονός της χρονικής στιγμής που το έφερε εν είδη αιφνιδιασμού, αμέσως μετά την Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα. Παρόλα αυτά, είναι απόλυτη ανάγκη να ξεκινήσει αμέσως η διαδικασία αποδόμησης – με κάθε τρόπο – αυτού του νόμου. Ώστε πριν να είναι αργά να αποσυρθεί όχι ως νομοσχέδιο αλλά ως νόμος.
Δ. Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π