Άκου δω, μπαμπά...
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που σε είχα για πρότυπο μου και λογάριαζα κάθε κουβέντα σου, σαν να 'τανε η μια και μοναδική σοφία στον κόσμο. Τώρα πια, μπαμπά, αλλάξανε οι καιροί. Κι όχι μονο επειδή μεγάλωσα εγώ αλλά επειδή μίκρυνε πολύ ο κόσμος.
Ναι...
Μίκρυνε και φτώχυνε κι ασχήμυνε ο κόσμος μου, μπαμπά.
Κι αυτό εξαιτίας σου...
Γιατι τον εφιάλτη που ζω σημερα μπαμπά, εσύ μου τον ετοίμασες. 'Ελα τώρα αν τολμάς, να κόψουμε βόλτα στην παλιά μας γειτονιά, εκεί όπου οι πόρτες αμπαρώνονται μετά τη δυση του ήλιου, εκεί όπου τα κοριτσια δεν κοτάνε να βγουν στον δρομο χωρίς μαντιλες και μπούρκες Έλα, λοιπόν...
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που σε είχα για πρότυπο μου και λογάριαζα κάθε κουβέντα σου, σαν να 'τανε η μια και μοναδική σοφία στον κόσμο. Τώρα πια, μπαμπά, αλλάξανε οι καιροί. Κι όχι μονο επειδή μεγάλωσα εγώ αλλά επειδή μίκρυνε πολύ ο κόσμος.
Ναι...
Μίκρυνε και φτώχυνε κι ασχήμυνε ο κόσμος μου, μπαμπά.
Κι αυτό εξαιτίας σου...
Γιατι τον εφιάλτη που ζω σημερα μπαμπά, εσύ μου τον ετοίμασες. 'Ελα τώρα αν τολμάς, να κόψουμε βόλτα στην παλιά μας γειτονιά, εκεί όπου οι πόρτες αμπαρώνονται μετά τη δυση του ήλιου, εκεί όπου τα κοριτσια δεν κοτάνε να βγουν στον δρομο χωρίς μαντιλες και μπούρκες Έλα, λοιπόν...
Τι με κοιτάς έτσι σαν χαμένος, κουνώντας αμήχανος την άσπρη κεφαλή σου; Αυτόν
τον κόσμο δεν ήθελες; Τα ταξικά μας αδερφια, δεν μου έλεγες
Εμπρός, λοιπόν... Βγες τώρα έξω... Βγες για να δεις με τα στραβά σου μάτια, πως κατάντησαν οι δρόμοι, που στον καιρό σου μοσχοβολούσαν διψασμένο γεράνι και αρώματα κοριτσιών.
Που ήσουν εσύ, μπαμπά, όταν όλοι αυτοί οι μαύροι άνθρωποι πατούσανε πόδι στη γειτονιά μας;
Τι έκαμες εσύ μπαμπά για να προστατεύσεις τον κόσμο που σου αφήσανε οι πατεράδες σου και που σου τον δάνεισα εγώ, για να τον κάμεις καλύτερον;
Τους άνοιγες τις κερκόπορτες - έτσι, μπαμπά;
Τους άνοιγες σύνορα και αγκαλιές, επειδή τάχα μου πίστευες ότι ετούτα εδώ τα λυσασμένα σκυλιά, θα σταθούν σύμμαχοι σου σε ένα τρελό όνειρο, που μόνο καταστροφές έφερνε πάντα στην ανθρωπότητα.
Ιδιύ τα αποτελέσματα, μπαμπά.
Φέρε μου τώρα τη μαντιλα, να πάω μέχρι το μπακάλικο να αγοράσω λίγα μακαρονια, να μην μείνουμε και σήμερα νηστικοί...
Εμπρός, λοιπόν... Βγες τώρα έξω... Βγες για να δεις με τα στραβά σου μάτια, πως κατάντησαν οι δρόμοι, που στον καιρό σου μοσχοβολούσαν διψασμένο γεράνι και αρώματα κοριτσιών.
Που ήσουν εσύ, μπαμπά, όταν όλοι αυτοί οι μαύροι άνθρωποι πατούσανε πόδι στη γειτονιά μας;
Τι έκαμες εσύ μπαμπά για να προστατεύσεις τον κόσμο που σου αφήσανε οι πατεράδες σου και που σου τον δάνεισα εγώ, για να τον κάμεις καλύτερον;
Τους άνοιγες τις κερκόπορτες - έτσι, μπαμπά;
Τους άνοιγες σύνορα και αγκαλιές, επειδή τάχα μου πίστευες ότι ετούτα εδώ τα λυσασμένα σκυλιά, θα σταθούν σύμμαχοι σου σε ένα τρελό όνειρο, που μόνο καταστροφές έφερνε πάντα στην ανθρωπότητα.
Ιδιύ τα αποτελέσματα, μπαμπά.
Φέρε μου τώρα τη μαντιλα, να πάω μέχρι το μπακάλικο να αγοράσω λίγα μακαρονια, να μην μείνουμε και σήμερα νηστικοί...
Να ΄ξερες μόνο πόση πίστη έδινα κάποτε στα λόγια σου, μπαμπά...
Εμεις αγαπάμε τον άνθρωπο, μου έλεγες. Εμείς οραματιζόμαστε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, όπου ο καθένας θα έχει ένα μοιράδι στον ήλιο, άσχετα με το χρώμα του, με τη γλώσσα του ή με την καταγωγή του.
Ωραία λόγια, μπαμπά...
Μόνο που δεν καταλάβαινες πως, αν τότε τα σύνορα έκλειναν τις μπάρες τους εκεί όπου μιλιύνταν η ίδια γλώσσα, λατρεύονταν ο ίδιος Θεός κι οι άνθρωποι είχαν το ίδιο αίμα, σήμερα οι μπάρες κλείνουν απόξω από το σπίτι μας.
Πόσο τον μίκρυνες τον κόσμο μου, μπαμπά...
Δεν το κατάλαβες λοιπόν μπαμπά, ότι στον καιρό σου δεν συνέβαινε απλώς μια
μετακίνηση των φτωχών και των απελπισμένων, που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη;
Δεν πήγε καν το μυαλό σου πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πέρναγαν λαθραία τα σύνορα σου και λαθροεποίκιζαν τις πόλεις σου, τα χωριά σου, τα νησιά σου και τα
χωράφια σου, δεν ήσαν ούτε ταξικά σου αδέρφια, ούτε συντροφοι σου, ουτε καν μελλοντικοί συναγωνιστές σου;
Κατακτητές ήσαν, μπαμπά.
Κατακτητές που σκόπευαν να επιβάλλουν τον δικό τους Θεό, τη δικιά τους παράνοια, τον δικό τους νόμο.
Και δεν το υποψιάστηκες καν, ούτε κι όταν τους είδες να καταφθάνουν με το ματι γεματο αίμα, διψασμένοι για κούρσο και για λεηλασία.
Δεν σου πέρασε καν από το μυαλό ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι δεν γίνεται να μαζωχτούν μονομιάς, χωρίς σχέδιο, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς στρατηγική ηγεσία, για να λαθροεισβάλλουν στη χώρα σου μαζικά.
Και δεν σου έκοψε να υποψιαστείς ότι κάτι τρέχει, ακόμα κι οταν τους ειδες να λερωνουν τις πολεις σου, να κοπρίζουν τα μνημεία σου, να βρίζουν τους θεούς σου, να φτύνουν τους νόμους σου και να αρπάζουν τις δουλειές των παιδιών σου.
Δεν κατάλαβες με το τι είχες να κάμεις καημένε μπαμπά, ούτε κι όταν έβλεπες με τα ίδια σου τα μάτια πως τους προωθούσαν τα αφεντικά, για να κατεβάζουν τα μεροκάματα.
Εσύ που υποτίθεται οτι αγωνιζόσουν για να εχει καλυύτερη ζωή ο εργάτης, δεν πήρες είδηση τι παιχνίδι σου παίζανε τα αφεντικά, ακόμα κι όταν έφτασε ο άνθρωπος να δουλεύει νυχθημερόν στη φάμπρικα, για ενα πιάτο φάκες.
Τίποτα δεν κατάλαβες, ρε μπαμπα.
Και το σπουδαιότερο, δεν κατάλαβες, οτι στον καιρό σου γίνονταν πόλεμος.
Ένας πόλεμος στον οποίο διακυβευονταν το δικό μου μεέλλον αλλαά σ' αυτον τον πόλεμο εσύ ηήσουν με τους εχθρούς μου, μπαμπα...
Κατακτητές ήσαν, μπαμπά.
Κατακτητές που σκόπευαν να επιβάλλουν τον δικό τους Θεό, τη δικιά τους παράνοια, τον δικό τους νόμο.
Και δεν το υποψιάστηκες καν, ούτε κι όταν τους είδες να καταφθάνουν με το ματι γεματο αίμα, διψασμένοι για κούρσο και για λεηλασία.
Δεν σου πέρασε καν από το μυαλό ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι δεν γίνεται να μαζωχτούν μονομιάς, χωρίς σχέδιο, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς στρατηγική ηγεσία, για να λαθροεισβάλλουν στη χώρα σου μαζικά.
Και δεν σου έκοψε να υποψιαστείς ότι κάτι τρέχει, ακόμα κι οταν τους ειδες να λερωνουν τις πολεις σου, να κοπρίζουν τα μνημεία σου, να βρίζουν τους θεούς σου, να φτύνουν τους νόμους σου και να αρπάζουν τις δουλειές των παιδιών σου.
Δεν κατάλαβες με το τι είχες να κάμεις καημένε μπαμπά, ούτε κι όταν έβλεπες με τα ίδια σου τα μάτια πως τους προωθούσαν τα αφεντικά, για να κατεβάζουν τα μεροκάματα.
Εσύ που υποτίθεται οτι αγωνιζόσουν για να εχει καλυύτερη ζωή ο εργάτης, δεν πήρες είδηση τι παιχνίδι σου παίζανε τα αφεντικά, ακόμα κι όταν έφτασε ο άνθρωπος να δουλεύει νυχθημερόν στη φάμπρικα, για ενα πιάτο φάκες.
Τίποτα δεν κατάλαβες, ρε μπαμπα.
Και το σπουδαιότερο, δεν κατάλαβες, οτι στον καιρό σου γίνονταν πόλεμος.
Ένας πόλεμος στον οποίο διακυβευονταν το δικό μου μεέλλον αλλαά σ' αυτον τον πόλεμο εσύ ηήσουν με τους εχθρούς μου, μπαμπα...
Ναι, ρε μπαμπα. Ετσι, οπως σου το λεω. Πόλεμος! Αμείλικτος πόλεμος...
Πόλεμος ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Στον κόσμο της ελευθερίας, του δικαίου, του Μέτρου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στον κόσμο της θρησκοληψίας. της τρέλας, της αρπαγής, του φανατισμού, του σκοταδιού, του ισλαμικού μεσαίωνα.
Αυτόν τον πόλεμο τον έχασες μπαμπά.
Και δεν τον έχασες επειδή ο εχθρός σου ήταν ισχυρότερος. Τότε θα σου το συγχωρούσα.
Τον έχασες επειδή δεν πολέμησες.
Τον έχασες επειδή, όταν πάτησαν πόδι στη γειτονιά σου οι λαθροκατακτητες, εσύ αντί να σηκωσεις το οπλο, ανοιξες τα χερια και τους αγκαλιασες.
Τον εχασες επειδη, οταν μπηκαν στην πολη σου οι εχθροι, εσυ φροντισες να τους δωσεις φαγητο, δουλεια και στεγη.
Τον εχασες λοιπον, μπαμπα και δεν τον εχασες ουτε καν ως λιποτακτης.
Τον εχασες ως συμμαχος και δουλακι του κατακτητη σου...
Λυπαμαι για σενα μπαμπα. Αλλα πιο πολυ λυπαμαι για μενα.
Λυπαμαι που σε ειχα ανεβασει καποτε τοσο ψηλα, στα μέτρα των ηρωων μου. Αλλά εσυ μονο ηρωας δεν ησουν ρε φουκαρα.
Ασε, δεν αξιζει ουτε καν να σε ρωτησω: "τι εκαμες στον πολεμο μπαμπα;"
Τον κοσμο που σου δανεισα, τον χαρισες ρε κακομοιρη. Κι ευτυχως που τωρα πια εχω ξεπερασει και τους φοβους σου και τα παθη σου και τις ιδεοληψιες σου.
Οχι ρε προδότη, ανθρωπάκο, που ήθελες να σε λέω και μπαμπά...
Δεν πρόκειται να φορέσω μαντίλα, για να βγω εξω στην παλιά μου γειτονιά. Εμαθα πια πως να φτύνω κάποιους δειλούς σαν εσένα και πως να χειρίζομαι το μαχαίρι.
Κατάλαβες τώρα;
Τον πόλεμο που δεν τόλμησες να δώσεις εσυ, τον αρχινάω εγω...
Για να μην βγουν αυριο τα δικα μου παιδια να με ρωτήσουν: "τι έκαμες στον πολεμο, μαμα;" κι εγω να σκυβω το κεφαλι, ακουοντας τη φωνη του μουεζίνη τους, απο το τζαμί που εσυ φρόντισες να χτιστεί στη γειτονιά μας...
Πόλεμος ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Στον κόσμο της ελευθερίας, του δικαίου, του Μέτρου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στον κόσμο της θρησκοληψίας. της τρέλας, της αρπαγής, του φανατισμού, του σκοταδιού, του ισλαμικού μεσαίωνα.
Αυτόν τον πόλεμο τον έχασες μπαμπά.
Και δεν τον έχασες επειδή ο εχθρός σου ήταν ισχυρότερος. Τότε θα σου το συγχωρούσα.
Τον έχασες επειδή δεν πολέμησες.
Τον έχασες επειδή, όταν πάτησαν πόδι στη γειτονιά σου οι λαθροκατακτητες, εσύ αντί να σηκωσεις το οπλο, ανοιξες τα χερια και τους αγκαλιασες.
Τον εχασες επειδη, οταν μπηκαν στην πολη σου οι εχθροι, εσυ φροντισες να τους δωσεις φαγητο, δουλεια και στεγη.
Τον εχασες λοιπον, μπαμπα και δεν τον εχασες ουτε καν ως λιποτακτης.
Τον εχασες ως συμμαχος και δουλακι του κατακτητη σου...
Λυπαμαι για σενα μπαμπα. Αλλα πιο πολυ λυπαμαι για μενα.
Λυπαμαι που σε ειχα ανεβασει καποτε τοσο ψηλα, στα μέτρα των ηρωων μου. Αλλά εσυ μονο ηρωας δεν ησουν ρε φουκαρα.
Ασε, δεν αξιζει ουτε καν να σε ρωτησω: "τι εκαμες στον πολεμο μπαμπα;"
Τον κοσμο που σου δανεισα, τον χαρισες ρε κακομοιρη. Κι ευτυχως που τωρα πια εχω ξεπερασει και τους φοβους σου και τα παθη σου και τις ιδεοληψιες σου.
Οχι ρε προδότη, ανθρωπάκο, που ήθελες να σε λέω και μπαμπά...
Δεν πρόκειται να φορέσω μαντίλα, για να βγω εξω στην παλιά μου γειτονιά. Εμαθα πια πως να φτύνω κάποιους δειλούς σαν εσένα και πως να χειρίζομαι το μαχαίρι.
Κατάλαβες τώρα;
Τον πόλεμο που δεν τόλμησες να δώσεις εσυ, τον αρχινάω εγω...
Για να μην βγουν αυριο τα δικα μου παιδια να με ρωτήσουν: "τι έκαμες στον πολεμο, μαμα;" κι εγω να σκυβω το κεφαλι, ακουοντας τη φωνη του μουεζίνη τους, απο το τζαμί που εσυ φρόντισες να χτιστεί στη γειτονιά μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π