γράφει ο Δημήτρης Γκίκας*
Στη σύγχρονη επιστημολογία η κυρίαρχη αντίληψη είναι πως το status
μιας πεποίθησης εξαρτάται από τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτάται. Αναλύοντάς
το αυτό, κάθε γνώση και η πεποίθηση που αποκτάται επ’ αυτής δεν διαθέτει πάντα κανονιστικό
πλαίσιο, αλλά διαλαμβάνεται ως ιδιαίτερο γεγονός που σχετίζεται και με μη αμιγείς
γνωστικές προϋποθέσεις. Γι’ αυτό το λόγο, η επιστημονική γνώση αποτελεί αναγκαία,
αλλά όχι πάντα επαρκή συνθήκη παγίωσης μιας ολοκληρωμένης πεποίθησης.
Για παράδειγμα: Είναι φανερό ότι η παγκόσμια ιατρική κοινότητα
δεν διαθέτει, αυτή τη στιγμή, κάποια στέρεη επιστημονική βεβαιότητα για τον κορωνοϊό.
Θα παρατηρήσατε ότι και στα καθ’ ημάς ο κ. Τσιόδρας πολλές φορές παραδέχεται αυτή
την έλλειψη βεβαιότητας, έστω και με συγκαλυμμένο τρόπο. Χρησιμοποιεί πολύ συχνά
εκφράσεις όπως «δεν νομίζω», «δεν το γνωρίζω αυτό», «δεν είμαστε σίγουροι», «το
εξετάζουμε». Η εκπεφρασμένη αυτή επιστημονική αβεβαιότητα για το ζήτημα προβληματίζει
όσους από εμάς διαθέτουμε επιστημονικό υπόβαθρο, ακόμα και σε άλλες επιστήμες, τελείως
διαφορετικές από την Ιατρική, κυρίως διότι στην επιστήμη, παρότι δεν υφίστανται
δόγματα, είμαστε συνηθισμένοι σε διατύπωση θεμελιωδών βεβαιοτήτων.
Παρόλα αυτά, διαπιστώνεται ότι η πολιτική ηγεσία βασίζεται στην ιδιότητα του κ. Τσιόδρα (όπως αντίστοιχα πράττουν σχεδόν όλες οι πολιτικές ηγεσίες παγκοσμίως αυτή τη στιγμή) για να αποφασίσει και να εφαρμόσει πολιτικού τύπου μέτρα. Πώς, όμως αποφασίζονται τα μέτρα αυτά, από τη στιγμή που οι καθ’ ύλην ειδήμονες και αρμόδιοι, δεδηλωμένα δεν γνωρίζουν με βεβαιότητα τα πάντα για την αιτία που προκαλούν αυτά τα μέτρα;
Πρόκειται για συνήθης πρακτική στην πολιτική σκηνή παγκοσμίως.
Η χρήση τεχνοκρατών ως συμβούλων θεωρείται, δικαίως, ως ασφαλής δικλείδα στη λήψη
αποφάσεων των πολιτικών ηγεσιών, καθώς οι ειδήμονες αυτοί προσφέρουν την αναγκαία
πληροφόρηση για ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, έτσι ώστε η εκάστοτε πολιτική ηγεσία να
αποφασίζει όχι στα τυφλά, αλλά βάσει αυτής της πληροφόρησης. Το πρόβλημα δημιουργείται
όταν η ιδιότητα των ειδημόνων από μόνη της θεωρείται όχι μόνο αναγκαία, αλλά και
επαρκής συνθήκη για να παρθούν πολιτικά μέτρα. Για παράδειγμα, η ιδιότητα του κ.
Τσιόδρα ως του κορυφαίου λοιμωξιολόγου στη χώρα μας, θεωρείται τόσο αναγκαία, όσο
και επαρκής συνθήκη για πολιτικές αποφάσεις, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας,
όπως και όλοι οι ομόλογοί του παγκοσμίως, χαρακτηρίζονται αυτή τη στιγμή από μια
επιστημονική αβεβαιότητα τόσο ως προς την πραγματική έκταση του προβλήματος, όσο
και ως προς την αξιολόγηση των τρόπων αντιμετώπισής του.
Πολύ απλά: δεν είναι η επιστημονική γνώση του κ. Τσιόδρα αυτή
που επιβάλλει τα μέτρα, αλλά η πεποίθηση της κυβέρνησης (ενδεχομένως και του ίδιου
του κ. Τσιόδρα) ότι επίκειται, εξ αιτίας του κορωνοϊού, πιθανή γρήγορη κατάρρευση
του υγειονομικού μας συστήματος, λόγω των ελλείψεων που έχει. Η κατάρρευση αυτή
θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα σε πολιτική κρίση. Ο κ. Τσιόδρας λειτουργεί ως
ο σύμβουλος – ανάχωμα, η ιδιότητα του οποίου, έτσι κι αλλιώς, δεν αμφισβητείται,
όπως δεν αμφισβητείται η εξαιρετική του κατάρτιση στον τομέα της λοιμωξιολογίας.
Λειτουργεί, λοιπόν ως «εικόνα» της κυβέρνησης προς αιτιολόγηση των μέτρων. Μάλιστα,
όσο τα μέτρα θεωρούνται επιτυχημένα, τόσο αυτή η "εικόνα" θα ενισχύεται.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται ιδιαίτερα εμφανές όσο περνά ο καιρός,
ότι απαντήσεις σίγουρες δεν διαθέτει κανείς, ούτε καν ο κ. Τσιόδρας. Είναι επίσης
εμφανές ότι το παγκόσμιο lockdown που παγιώθηκε ως πρακτική δεν συνιστά ιατρική
αντιμετώπιση, αλλά πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η αμιγώς ιατρική του αντιμετώπιση
(εμβόλιο, φάρμακο κλπ) ακόμα δεν έχει διαφανεί. Επιπλέον, το πολιτικό lockdown εφαρμόστηκε
κατ’ αναλογία πρακτικών που ισχύουν σε ιατρικά εργαστήρια, με αμφίβολη όμως την
επιστημολογική αξία της αναλογίας αυτής.
Ανακεφαλαιώνοντας: η επιστημολογική ανάλυση της κρίσης αναδεικνύει
δύο σοβαρά προβλήματα στην επιστημονική θεμελίωση των μέτρων,τα οποία λαμβάνονται
κατεξοχήν ως πολιτικές, κι όχι ως ιατρικές, αποφάσεις. Το πρώτο, η παρουσία συμβούλων
με ειδίκευση στη λοιμωξιολογία, όπως του κ. Τσιόδρα στην Ελλάδα, λειτουργεί καταλυτικά
στην επικοινωνιακή προβολή των μέτρων αυτών, τα οποία, έτσι, ενδύονται με επιστημονικό
κύρος, παρότι στην ουσία δεν υφίσταται, επί του παρόντος τουλάχιστον, μια ολοκληρωμένη
επιστημονική τεκμηρίωση.
Δεύτερον, οι συνέπειες των μέτρων που δεν αφορούν μονάχα
το υγειονομικό σκέλος της κρίσης, αλλά διευρύνονται στο σύνολο της πολιτικής, κοινωνικής
και οικονομικής ζωής, προβληματίζουν ακόμα περισσότερο, καθώς η ιδιότητα του εκάστοτε
ιατρικού συμβούλου, εξ ορισμού, δεν συνιστά επιστημολογική συνθήκη επέκτασής της
ως εργαλείο πολιτικής σε τομείς εκτός του επιστημονικού του πεδίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π