Συνεχίζοντας την
ανάρτηση ιδεολογικών θεμάτων από το βιβλίο μας " η Ιδεολογία του Ενιαίου Εθνικιστικού
Κινήματος -ΕΝΕΚ και
που αποτέλεσαν μέρος από
τα μαθήματα της έδρας της Ιδεολογίας της Σχολής Στελεχών (Σ.Σ.) του Κινήματος, περνάμε στο δεύτερο μέρος του 8ου κεφαλαίου "ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΤΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΟΛΟΓΙΑ" με τις Μορφές πολιτευμάτων: Τα κόμματα Θα ακολουθήσουν γ)Γενική εισαγωγή πρακτικής
εφαρμογής και δ) Το κυρίως θέμα: Η Ελληνική Εθνεγερσία
Μορφές πολιτευμάτων: Τα κόμματα
Ή θεωρητική Πολιτειολογία έκτο; από το γενικό φαινόμενο του
Κράτους στήν ιστορική του εξέλιξη, μελέτα και τις ειδικές μορφές, που λαμβάνει
κάθε φορά σ’ αυτήν. Αυτές οί ειδικές μορφές στο σύνολο τους αποτελούν τήν έννοια
του πολιτεύματος.
Πολίτευμα είναι εκείνο τό σύστημα μέ τό όποιο σχηματίζεται,
οργανώνεται και ασκείται ή κρατική εξουσία.
Τό σύστημα μέ τό όποιο σχηματίζεται ή κρατική εξουσία
αποτελεί εκείνο πού ονομάζεται μορφή του πολιτεύματος. Ένώ τό σύστημα σύμφωνα
μέ τό όποιο ασκείται ή κρατική εξουσία αποτελεί τις οργανωτικές βάσεις του
πολιτεύματος. Δύο, λοιπόν, είναι τά στοιχεία πού αποτελούν ενα πολίτευμα: ή μορφή
του και οί οργανωτικές του τάσεις.
Η μορφή ενός πολιτεύματος μελετάται ανάλογα μέ τό κριτήριο
που τίθεται γιά τήν διάκριση του από άλλα πολιτεύματα. Ετσι μπορούν νά υπάρξουν
διάφορα κριτήρια γιά τήν διάκριση των πολιτευμάτων.
"Ενα κριτήριο Είναι ό τρόπος ασκήσεως της εξουσίας πού
πρώτος τό χρησιμοποίησε ο Ηρόδοτος {ίσως ο Αριστοτέλης}, Σύμφωνα με αυτό
υπάρχουν τρία δίκαια πολιτεύματα: ή μοναρχία, ή αριστοκρατία και ή δημοκρατία
και τρία άδικα: ή τυραννίδα, ή ολιγαρχία και ή όχλοκρατία.
Τά τρία πρώτα εξυπηρετούν τό σύνολο. Τα άλλα τρία εξυπηρετούν
εγωιστικά συμφέροντα.
"Ενα δεύτερο κριτήριο επίσης πολύ σπουδαίο είναι ή
αριθμητική σύνθεση του ανωτάτου οργάνου του Κράτους.
Σύμφωνα μ’ αυτό υπάρχουν δύο μορφές πολιτευμάτων:
Τά μονοκρατορικά, αυτά δηλαδή, όπου τό ανώτατο όργανο είναι
ενα φυσικό πρόσωπο, και τά πλειονοκρατορικά, Όπου τό ανώτατο όργανο αποτελείται
από περισσότερα του ενός πρόσωπα.
Τά πλειονοκρατικά χωρίζονται σε όλιγοκρατικά και
δημοκρατικά. Στά όλιγοκρατικά τό ανώτατο όργανο αποτελείται από μερικά πρόσωπα
και στά δημοκρατικά από τό σύνολο των πολιτών. Την άποψη αύτή πρώτος διετύπωσε
ό Αριστοτέλης και ανέλυσε ό Μακιαβέλι.
Η ανάλυση τών κριτηρίων αυτών, γιά την διάκριση τών μορφών
του πολιτεύματος, με την βοήθεια της επιλεκτικής μεθόδου
αποδεικνύεται ότι είναι κριτήρια δευτερεύοντα και όχι πρωτεύοντα.
Τη Θεωρητική ανάλυση της γενικής εννοίας του Κράτους έδωσε
τό πολύ σπουδαίο συμπέρασμα Ότι ό νομικός τρόπος οργανώσεως του συλλογικού
ανθρώπου βασίζεται πάνω σε μία καθοριστική γιά την μορφή του κοινωνικού συνόλου
μειονότητα πού ονομάζεται ηγουμένη μειοψηφία.
Αυτή αποτελεί τό βασικό κέντρο λήψεως τών αποφάσεων. Ή φύση
της καθορίζεται άπο τό στάδιο του κύκλου τής ιστορικής της υπάρξεως. Μόνο ό
τρόπος παραμονής και διακινήσεως της στήν εξουσία καθορίζεται από τό πολίτευμα.
Ετσι ό τρόπος με τον όποιον άσκεί τήν εξουσία εξαρτάται από τό ιστορικό της
στάδιο.
Μία ηγουμένη μειοψηφία πού βρίσκεται στο στάδιο τής ανόδου
και συνδέεται άμεσα με τό μαζικό της υπόβαθρο μπορεί νά χρησιμοποιήσει
οποιαδήποτε μορφή πολιτεύματος, αλλά πάντα προς όφελος του συνόλου. Στην
αντίθετη περίπτωση οποιαδήποτε μορφή πολιτεύματος θά αποτελεί παρέκλιση γιατί
τό κριτήριο του τρόπου ασκήσεως της εξουσίας είναι δευτερεύον γιά τό καθορισμό
των μορφών του πολιτεύματος.Αλλά και ή αριθμητική σύνθεση του ανωτάτου οργάνου είναι
δευτερεύον κριτήριο.
Είναι δυνατόν σάν ανώτατο Όργανο της πολιτείας νά χρησιμοποιείται
ενα ή περισσότερα φυσικό πρόσωπα. Αυτό εξαρτάται άπό τις δεδομένες ιστορικές
συνθήκες τις όποιες αντιμετωπίζει ή ηγουμένη μειοψηφία της κορυφής.
Έτσι εΐναι δυνατόν νά κηρύσση ι δικτατορία σέ περιόδους
ανόδου μέ σκοπό νά εκβιάσει τό μαζικό υπόβαθρο νά αφομοιώσει καινούργια
δεδομένα ή νά επιταχύνει τους ρυθμούς αναπτύξεως σ’ ώρισμένους τομείς.
Είναι δυνατόν νά κηρύσση δικτατορία και σέ περιόδους καταρρεύσεως
μέ σκοπό όμως διαφορετικό αυτή τήν φορά, νά συγκρατήσει άς πούμε τά διαλυτικά
ρεύματα του μαζικού υποβάθρου.
Είναι δυνατόν μία ηγουμένη μειοψηφία νά χρησιμοποιεί τό πολίτευμα
τής δημοκρατίας σέ περιόδους ανόδου με σκοπό τήν ενεργητικότερη συμμετοχή του
λαού στά δημόσια πράγματα, ενώ ή δημοκρατία σέ περιόδους καταρρεύσεως, πού
σημαίνει ότι ή ηγουμένη μειοψηφία είναι έρμαιο πιά των διαλυτικών ρευμάτων του
μαζικού υποβάθρου. Βέβαια μέ τήν γιγαντιαία ανάπτυξη τών Κρατών και των
τεχνολογικών δεδομένων μία άμεση τοποθέτηση του Λαού στο πλευρό τής ηγουμένης
μειοψηφίας είναι σήμερα αδύνατη» και χρησιμοποιείται μόνο έμμεσα, π.χ. μέ
δημοψήφισμα.
Εκείνο πού έχει σημασία όμως εδώ είναι νά τονισθή ότι σέ οποιαδήποτε
μορφή πολιτεύματος ή ηγουμένη μειοψηφία κρατεί πάντοτε τις διευθυντικές θέσεις
κλειδιά πού καθορίζουν τήν διοικητική λειτουργία, τά βασικά κέντρα διακινήσεως
τών αποφάσεων του ανωτάτου οργάνου.
Παραστατικά παραδείγματα αύτου του γεγονότος βρίσκονται τόσο
στο σημερινό κοινοβουλευτισμό μέ τά μέσα διαμορφώσεως τής κοινής γνώμης, τά
κέντρα τών τεχνολογικοοικονομικών αποφάσεων, και τά στρατιωτικοτεχνολογικά συμπλέγματα,
όσο και στην αρχαία Αθήνα, όπου ή ηγουμένη μειοψηφία κρατούσε πάντα, από την
εποχή του Σόλωνος, τις θέσεις τής στρατιωτικής διοικήσεως και τά κέντρα αποφάσεως
τής οικονομίας και τών «χορηγιών».
Ως εκ τούτου και τό κριτήριο τής αριθμητικής συνθέσεως του
ανωτάτου οργάνου ώς καθοριστικού τής μορφής του πολιτεύματος είναι δευτερεύον,
και όχι πρωτεύον, όπως θέλει ή σύγχρονη ιδεαλιστική πολιτειολογία.
Ή Επιλεκτική θεωρητική Πολιτειολογία ώς κριτήριο γιά τό σύστημα
πού σχηματίζει και οργανώνει τήν κρατική εξουσία, δηλαδή την μορφή του
πολιτεύματος, παίρνει άπλα τό κριτήριο του τρόπου σχηματισμού και οργανώσεως
τής κρατικής εξουσίας. Δηλαδή κριτήριο εδώ γίνεται ό τρόπος αναδείξεως ή
συγκροτήσεως τών σπουδαιότερων οργάνων πού ασκούν την κρατική εξουσία. Κοινή
βάση οποιουδήποτε πολιτεύματος είναι ή ύπαρξη, οργάνων, διαρθρωμένων ανάλογα
μέσα στο κοινωνικό σώμα, πού ασκούν εξουσία- Σημασία έχει νά μάθουμε πώς δημιουργούνται
αυτά τά όργανα και μάλιστα τά ανώτερα.
Ή ιστορία μας παρουσιάζει ενα πλήθος μεθόδων πού με τήν βοήθεια
τους ή ηγουμένη μειοψηφία οργανώνει τό Κρατικό σώμα.
'Η πρώτη είναι ή κληρονομική. Σ' αυτή ένα και μόνο φυσικό
πρόσωπο φαίνεται ώς ανώτατο όργανο, πού καταλαμβάνει αυτήν τήν θέση
κληρονομικώ δικαιώματι όποτε αυτό τό πολίτευμα ονομάζεται απόλυτος μοναρχία.
'Εάν οί αρμοδιότητες του περιορίζονται από ενα συμβούλιο, ή μία Γερουσία τότε τό
πολίτευμα είναι συνταγματική μοναρχία. Είναι δυνατόν ή κληρονομική αρχή νά
έφαρμοσθή σε όργανα, που αποτελούνται από περισσότερα τού ενός φυσικά πρόσωπα οπότε
έχουμε κληρονομική ολιγαρχία πού μπορεί νά λάβει τήν μορφή τής στρατιωτικής,
τής οικονομικής, ή τής πολιτικής ολιγαρχίας. Πάντως και τά συλλογικά αυτά όργανα
προωθούνται κληρονομικώ δικαιώματι.
Ή δεύτερη μέθοδος είναι ή αυθαίρετη. Κατ’ αυτή ώς ανώτατο
όργανο γίνεται ένα μόνο φυσικό πρόσωπο χωρίς καμμιά διαδικασία. Είναι όμως
δυνατόν νά καταληφθή ή εξουσία αυθαιρέτως και από περισσότερα του ενός φυσικά
πρόσωπα, τό όργανο δηλαδή νά είναι συλλογικό. Στή μία περίπτωση θά έχουμε
ατομική, στην άλλη συλλογική Δικτατορία. Φιλοσοφικά βέβαια δεν υπάρχει τίποτε
αυθαίρετο και όπως ή Φιλοσοφία τής Ιστορίας αποδεικνύει, είναι αδύνατον νά
ξεχωρισθή ό ρόλος τής προσωπικότητος από τον ρόλο της μάζας.
Στήν προσωπικότητα συνυπάρχουν ίστορικοφυλετικές δυνάμεις
πού τήν προωθούν στο πολιτικό ηγετικό προσκήνιο. Χωρίς αυτές θά ήταν αδύνατο νά
υπάρξει. Άρα τό αυθαίρετο εδώ εχει τήν έννοια του τυπικά αυθαιρέτου και όχι του
ουσιαστικά αυθαιρέτου. Πάνω σ’ αυτό ακριβώς στηρίζεται και ή νομική αντίληψη,
Οτι επανάσταση πού επικρατεί δημιουργεί Δίκαιο.
Ώς τρίτη μέθοδος έρχεται ή τυχαία. Αυτή στηρίζεται στή
συγκρότηση του ανωτάτου ή τών ανωτάτων οργάνων διά κληρώσεως. Αν οι πολίτες
πού εγκρίνονται γιά μία τέτοια μέθοδο πρέπει νά έκπληρούν έναν όρο, νά είναι ας
πούμε μορφωμένοι πάνω από τό μέσον όρο, έχουμε κληρωτή ολιγαρχία. Αν όλοι οί
πολίτες είναι ικανοί γιά κλήρωση χωρίς εξαίρεση έχουμε κληρωτή Δημοκρατία. Ό
παράγων τύχη όμως ουδέποτε επηρέαζε τήν κρατική διάρθρωση. Τά βασικά κέντρα τής
πολιτειακής δυνάμεως ή ηγουμένη μειοψηφία τά κρατούσε μακρυά από τό κλήρο.
Αντιθέτως, μ’ αυτόν τον τρόπο συνέδεε πολύ πιο στενά τό μαζικό υπόβαθρο μέ τον
κρατικό μηχανισμό, με τά δεδομένα τής εποχής πάντα. Ή μέθοδος αυτή εφαρμόσθηκε
στήν Αρχαία Αθήνα, στήν άμεση Δημοκρατία.
Ή τέταρτη μέθοδος είναι ή μέθοδος τής ψηφοφορίας. Ή μέθοδος
αυτή στηρίζεται στήν εκλογή του ανωτάτου ή τών ανωτάτων οργάνων στή ψηφοφορία
τών πολιτών.
Αν δυνατότητα νά εκλεγούν έχουν μόνο ώρισμένοι πολίτες
έχουμε εκλογική ολιγαρχία Όπως ήταν ή Σολώνειος.
Αν έχουν όλοι οί πολίτες, τουλάχιστον θεωρητικά, έχουμε εκλογική
Δημοκρατία. Και πάλι, στήν περίπτωση αυτή, ή ηγουμένη μειοψηφία μέσα από μία
ποικιλία μεθόδων εχει τήν δυνατότητα νά κατευθύνει τήν εκλογική διαδικασία
μέσα σέ συγκεκριμένα πλαίσια —Όχι γραμμή— με τον λόγο, τά μέσα ενημερώσεως
κ.λπ. πράγματα, βέβαια, πού απαιτούν οικονομική δύναμη και κατάρτιση.
Γι’ αυτόν τον λόγο ή ηγουμένη μειοψηφία σ' αυτές τις περιπέσεις
κρατεί πάντα τά κέντρα προσπελάσεως τών οργάνων και τών στοιχείων της
παραγωγικής διαδικασίας, ενώ ή ϊδια μένει μακρυά από τήν πολιτική διαδικασία.
Τέλος, ή πέμπτη μέθοδος είναι ή μέθοδος τής αξιοκρατίας.
Ή αξιοκρατική μέθοδος στηρίζεται στήν προώθηση στο ανώτατο ή
στά ανώτατα όργανα του Κράτους ενός ή περισσοτέρων φυσικών προσώπων, με βάση
ώρισμένα αντικειμενικά κριτήρια, πού έχουν τήν θέση του εσωτερικού κανονισμού,
γιά τό συγκεκριμένο όργανο.
Αντικειμενικά κριτήρια σημαίνει ενα σύνολο όρων πού καθορίζουν
τις ικανότητες πού πρέπει νά πληροί, ώς απαραίτητες προϋποθέσεις, εκείνος πού
θά προωθηθή σε μία συγκεκριμένη θέση.
Είναι ό πιο δύσκολος τρόπος σχηματισμού και οργανώσεως τής
κρατικής εξουσίας και παρατηρείται στις περιόδους ανόδου μόνο μιας ηγουμένης
μειοψηφίας, σε εποχές μεγάλης αύτοπεποιθήσεως και ρωμαλεότητος σε στιγμές
υψηλής δημιουργικότητος, αφού ένα τέτοιο σύστημα παραμερίζει τά τεχνικά
κατασκευάσματα τής κληρονομιάς, τής αυθαιρεσίας, τής τύχης και τής εκλογής και
στρέφεται σ’ αυτή τήν ίδια τήν αξία του ανθρώπου, στήν ενεργό αυτοδύναμο
προβολή του και τήν ακτινοβολία του.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει υψηλό επίπεδο συνειδητοποιήσεως και
μεγάλο αίσθημα καθήκοντος έκ μέρους όλης τής ηγουμένης μειοψηφίας, πράγμα πού
παρατηρείται Όπως είπαμε στις περιόδους τής ανοδικής πορείας της. Αυτό είναι τό
περιεχόμενο του περίφημου γνωμικού του Μάρκου Μπότσαρη: «τον στρατηγό δεν τον
κάνουν τά χαρτιά. Ό στρατηγός γίνεται στή μάχη».
Ή αξιοκρατία προϋποθέτει τήν αναγνώριση δηλαδή τήν κατανόηση.
Ότι οί αντικειμενικοί Όροι πού πρέπει νά εκπληρώνονται αναγκαστικά, υπάρχουν
στά στοιχεία τής ενεργού προσωπικότητας με τά όποια αυτοί οί Όροι ταυτίζονται.
Ή μέθοδος τής αξιοκρατίας προβάλλει πάντα στο πολιτικό προσκήνιο
αυτή τήν ίδια τήν ηγουμένη μειοψηφία και ποτέ όργανα της ή έξηρτημένες άπ’ αυτή
ομάδες ή πρόσωπα. Γι' αυτό και σ’ αυτή τήν περίπτωση τά ανώτατα όργανα του
Κράτους είναι πάντα συλλογικά.
Διακρίνονται όμως από τήν ιεράρχηση τής ευθύνης και τήν
προβολή τής προσωπικότητος. Ή εφαρμογή τής αξιοκρατίας αρχίζει νά κάμπτεται από
τήν στιγμή πού ή ηγουμένη μειοψηφία αρχίζει νά ξεκόβει από τό ενεργό μαζικό της
υπόστρωμα, όποτε και αναζητεί άλλες μεθόδους γιά τήν διατήρηση της.
"Ωστε τό πρωτεύον κριτήριο γιά τήν διάκριση τών
συστημάτων με τά όποια σχηματίζεται και όργανοΰται ή κρατική εξουσία είναι ό
τρόπος με τον όποιο αναδεικνύονται τά ανώτατα όργανα, ό τρόπος σχηματισμού και
οργανώσεως τής κρατικής εξουσίας στήν κυριολεξία.
Τά άλλα δύο κριτήρια, ό τρόπος άσκήσεως τής εξουσίας πού
εχει υιοθετηθεί από τούς μαρξιστές και ή αριθμητική σύνθεση του κυριάρχου
οργάνου πού εχει υιοθετηθεί από τήν σύγχρονη ιδεαλιστική πολιτειολογία εΐναι
μόνο δευτερεύοντα κριτήρια, όχι πρωτεύοντα. Μέ τήν βοήθεια τους και με βάση τό
πρωτεύον κριτήριο μπορεί νά γίνει ή παρακάτω ταξινόμηση τών σπουδαιότερων
μορφών πολιτεύματος.
Μέ τήν κληρονομική μέθοδο έχουμε έτσι μοναρχία και
ολιγαρχία. Ή κληρονομική μοναρχία διαιρείται σέ απόλυτη και συνταγματική. Ή
ολιγαρχία σε πολιτική (ή κομματική), σε στρατιωτική, σε οικονομική και σέ
σύνθετη.
Μέ τήν αυθαίρετη μέθοδο έχομε προσωπική Δικτατορία και
συλλογική Δικτατορία. Τό διακριτικό σημείο τής προσωπικής Δικτατορίας εΐναι ότι
δεν εχει διάδοχο κατάσταση. Ή συλλογική Δικτατορία διακρίνεται σέ δικτατορία
κομματική (ή πολιτική), σε οικονομική, σέ στρατιωτική ή σύνθετη.
Μέ τήν τυχαία μέθοδο έχομε ολιγαρχία και άμεση Δημοκρατία. Ή
κληρωτή ολιγαρχία διακρίνεται σέ οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, ή σύνθετη.
Ή άμεση Δημοκρατία διακρίνεται σε μικτή. Όταν ακολουθούνται παραλλήλως και
άλλοι μέθοδοι εκλογής, και σε άπλή όταν γιά όλα τά Οργανα ή μέθοδος εκλογής
εΐναι ή μέθοδος τού κλήρου.
Μέ τήν μέθοδο της ψηφοφορίας καθιεροΰται τό αντιπροσωπευτικό
-σύστημα. Διακρίνεται σέ κομματική αντιπροσώπευση και σε ολιγαρχική
αντιπροσώπευση.
Ή κομματική αντιπροσώπευση διακρίνεται σε Βασιλευομένη, σε
Προεδρική και σε Κοινοβουλευτική. Ή ολιγαρχική αντιπροσώπευση σέ κομματική ή μονοκομματική
αντιπροσώπευση, σε επαγγελματική αντιπροσώπευση και σέ σύνθετη αντιπροσώπευση.
Τέλος, ή πέμπτη μέθοδος δεν υποδιαιρείται περαιτέρω σέ κλάδους.
Εΐναι, ως προς τήν μορφή, ενιαία και αδιαίρετη. Αυτή ή μορφή μπορεί νά πάρει τό
όνομα πολιτική ή Λαϊκή Αριστοκρατία (ό άριστος τής πολιτείας).
Τό δεύτερο στοιχείο πού χαρακτηρίζει ενα πολίτευμα είναι οί
οργανωτικές του βάσεις, δηλαδή τό σύστημα με τό όποιο ασκείται ή εξουσία. Ακόμη
πιο άπλα τό σύστημα σύμφωνα με το όποιο εκδηλώνονται οί βασικές λειτουργίες τού
Κράτους.
Ποιες είναι όμως αυτές οί βασικές λειτουργίες τής Κρατικής
εξουσίας;
Σέ γενικές γραμμές γιά όλες τις ιδεαλιστικές ή μαρξιστικές
πολιτειολογίες αύτέςοί λειτουργίες είναι τρεις:
Ή νομοθετική, ή εκτελεστική και ή δικαστική.
Οί σύγχρονες όμως ανάγκες απέδειξαν Οτι αντικειμενικά, μέσα
στο Κράτος, εκτυλίσσεται και μία τετάρτη λειτουργία: ή κυβερνητική.
Φυσικά μία τέτοια λειτουργία υπήρχε ανέκαθεν μέαα στον
κρατικό οργανισμό, γιατί ή ύπαρξη τών λειτουργιών δεν εξαρτάται από τήν θέληση
του Κράτους αλλά υπάρχει αντικειμενικά, οτηρίζεται στήν ϊδια τήν Φικτη του. Ή
διαφορά βρίσκεται στο γεγονός Οτι ένώ οί άλλες λειτουργίες είχαν αναφανεί
ξεκάθαρα μέσα σ’ οποιοδήποτε πολίτευμα καίεΐχαν μελετηθεί, ή κυβερνητική
λειτουργία ώς λειτουργία έλεγχου όλων τών άλλων λειτουργιών ήταν κατά βάση προσδεδεμένη
μέ την εκτελεστική λειτουργία, και μόλις τά νεώτερα χρόνια έγινε ευδιάκριτα
ξεχωριστή άπ’ αυτή.
Έτσι, λοιπόν, μέσα σ' οποιοδήποτε Κράτος, οποιουδήποτε πολιτεύματος,
παρατηρούνται, ή λειτουργία τής θεσπίσεως κανόνων δικαίου, ή λειτουργία τής
εκτελέσεως και τής εφαρμογής αυτών τών κανόνων, ή λειτουργία τής απονομής τής
δικαιοσύνης με τήν λύση τών διαφορών και τού ποινικού κολασμού καί, τέλος, ή
λειτουργία έλεγχου τής λειτουργίας όλων τών άλλων λειτουργιών.
"Οπως ανεφέρθη αυτές οί λειτουργίες υπάρχουν
αντικειμενικά μέσα στο Κράτος, όπως υπάρχει στον άνθρωπο ή λειτουργία τής πέψεως,
τής κυκλοφορίας κ.λπ. Ή διαφορά, όμως, από πολίτευμα σέ πολίτευμα υπάρχει στο
σύστημα που κάθε μία άπ' αυτές τις λειτουργίες ανατίθεται σέ ιδιαίτερη ομάδα
οργάνων.
"Οταν ένα όργανο, πού αποτελείται από ένα ή περισσότερα
φυσικά πρόσωπα, αναλαμβάνει μία άπ’ αυτές τις λειτουργίες, τότε σχηματίζεται
ή έννοια τής 'Εξουσίας. Άρα κρατική εξουσία υπάρχει όταν ένα Όργανο τού Κράτους
αναλαμβάνει μία από τις λειτουργίες του. Έτσι αν δεχθούμε ότι υπάρχουν τρεις
λειτουργίες και τά όργανα πού θά τις αναλάβουν θά εΐναι τρία, έχομε αμέσως
τρεις, εξουσίες:
Τήν νομοθετική, τήν εκτελεστική ή διοικητική και την δικαστική.
Αντιστοίχως τό ιδιο συμβαίνει έάν δεχθούμε τέσσερις λειτουργίες.
Ή ιδεαλιστική πολιτειολογία δέχεται ότι τότε μόνον τό Κράτος
είναι Κράτος και τότε μόνον εξασφαλίζει τήν δικαιοσύνη, όταν αυτές οί τρεις
εξουσίες διακρίνονται μεταξύ τους, Όταν ή δηλαδή την κάθε λειτουργία τήν έχει
αναλάβει ένα ξεχωριστό όργανο. Αυτή είναι ή αρχή τής διακρίσεως τών εξουσιών.
Ή μαρξιστική πολιτειολογία από τό άλλο μέρος δέχεται ότι δεν
έχει σημασία ή διάκριση τών εξουσιών, αλλά ποιά οικονομική τάξη κατέχει αυτές
τις εξουσίες.
Γιά τήν Επιλεκτική Θεωρητική Πολιτειολογία και οί δύο
θεωρίες ξεφεύγουν από τήν ϊδια τήν ίστορκή πραγματικότητα, θέλοντας νά
συμβιβασθούν μ΄ αυτήν έρχονται σ' αντίφαση μέ τό φιλοσοφικό τους σύστημα.
Έτσι οί ιδεαλιστές ένώ στή φιλοσοφία τής ιστορίας ξεκόβουν
τήν προσωπικότητα άπό τό μαζικό της υπόστρωμα, στήν Θεωρητική Πολιτειολογία
αντιστρόφως κατεβάζουν τήν προσωπικότητα πάλι στο επίπεδο τό ατομικό.
Οί μαρξιστές άπό τό άλλο μέρος ένώ αφομοιώνουν σιή φιλοσοφία
τους τήν προσωπικότητα μέσα στις μάζες, στη θεωρητική Πολιτειολογία τους
αντιφάσκουν αφού έρχονται νά μιλήσουν γιά τήν πολιτική πρωτοπορεία πού αναλαμβάνει
νά διοικήσει και νά λειτουργήσει τό Κράτος.
Οί αντιφάσεις αυτές και στα δύο ρεύματα προέρχονται άπό τό
γεγονός ότι δέν κατορθώνουν νά συνδέσουν
οργανικά τήν μάζα μέ
τήν προσωπικότητα. Οί συνδέσεις τους εΐναι τεχνητές και
αντιϊστορικές.
Γιά τήν Επιλεκτική Θεωρητική Πολιτειολογία η διάκριση τών
εξουσιών εξαρτάται άπό τις ιστορικές συνθήκες, τον κύκλο ύπάρξεως μιας
ηγουμένης μειοψηφίας και τών ιδιαιτέρων περιστάσεων πού αντιμετώπιζα.
'Οποιαδήποτε μορφή πολιτεύματος μπορεί νά έχει διακεκριμένες εξουσίες, δηλαδή
ξεχωριστά όργανα πού ασκούν μία ώρισμένη λειτουργία, μπορεί καϊ οχι.
Έτσι ύπάρχουν ολιγαρχικά πολιτεύματα μέ διακεκριμένες εξουσίες
Οπως —τό κλασσικό παράδειγμα— τό Σολώνειο πολίτευμα, και ολιγαρχικά, πού δέν
έχουν διακεκριμένες εξουσίες. Υπάρχουν
αντιπροσωπευτική πολιτετιματα, πού έχουν διακεκριμένες εξουσίες Οπως στις Η. Π.
Α., και αντιπροσωπευτικά όπου τουλάχιστον ή νομοθετική και ή εκτελεστική
εξουσία δέν εΐναι διακεκριμένες όπως στά κοινοβουλευτικά συστήματα, Οπου ή
κυβέρνηση εξαρτάται άπό τήν θέληση τής Βουλής.
Ή Ιδεαλιστική Θεωρητική Πολιτειολογία βλέπει ώρισμένους τύπους
πολιτευμάτων, ένώ ή Μαρξιστική Θεωρητική Πολιτειολογία τά ενοποιεί όλα, μέ ένα
κοινό παρανομαστή, σέ έναν και μόνο τύπο. Στήν πραγματικότητα δέν υπάρχει τίποτε
απ’ αυτά. Υπάρχουν αντιθέτως, ποικιλίες φασμάτων άπό πολιτεύματα, πού εΐναι
δύσκολο νά ξεχωρισθή τό ένα άπό τό άλλο.
Στήν Βυζαντινή Αυτοκρατορία π.χ. ή κλασσική άποψη είναι Οτι
πρόκειται περί Μοναρχικού πολιτεύματος. Έξω άπό τό γεγονός, όμως, Οτι δέν υπάρχει
σ’ όλη τήν γραμμή ενιαία μέθοδος αναδείξεως τοΰ ανωτάτου άρχοντος, υπάρχει ένα
φάσμα πολιτικών ρευμάτων τά όποια διακρίνονται άπό τό συνδυασμό τών ομάδων πού
καθόριζαν, κάθε φορά τά πολιτικά πράγματα. Οικονομικές ομάδες, θρησκευτικές
ομάδες, στρατιωτικές ομάδες κ.λπ.
Έτσι γιά τήν Επιλεκτική Θεωρητική Πολιτειολογία ή λειτουργία
πού δείχνει τήν θέση τής εκάστοτε ηγουμένης μειοψηφίας σέ κάθε μορφής πολίτευμα
εΐναι ή λειτουργία τής Κυβερνητικής, ή λειτουργία δηλαδή έλεγχου τής
λειτουργίας όλων τών άλλων λειτουργιών. Ή λειτουργία αυτή μπορεί νά ταυτίζεται
μέ μία από τις άλλες τρεις λειτουργίες, μπορεί νά ταυτίζεται και με τρεις μαζί
και μπορεί νά είναι και εντελώς ξεχωριστή.
Ετσι στο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα ή κυβερνητική
λειτουργία βρίσκεται στο σύνολο εκείνων τών οικονομικών παραγόντων πού ελέγχουν
τά κέντρα προσπελάσεως τών παραγωγικών οργάνων στήν αγορά και καθορίζουν
έμμεσα τήν κυβερνητική πολιτική, άλλά και τήν κοινή γνώμη.
Ή Κυβερνητική όμως ώς εξουσία, ώς λειτουργία δηλαδή (ορισμένου
οργάνου κατοχυρωμένου νομικά, μόλις τά τελευταία χρόνια άρχισε νά εμφανίζεται
πάλι σάν ανάγκη, χωρίς ακόμη δυνατότητα εφαρμογής. Μέχρι σήμερα ή Κυβερνητική
ώς εξουσία ήταν αδιόρατη μιας και βρισκόταν συνδεδεμένη στενά μέ τήν μία ή τήν
άλλη εξουσία.
Ή εμφάνιση τής ανάγκης τής διακρίσεως τής Κυβερνητικής από
τις άλλες εξουσίες σημαίνει ότι ή εποχή αντιμετωπίζει μία κρίση, μία κρίση πού
αρχίζει νά φέρνει στο προσκήνιο μία ανάγκη διάφορε-τική άλλά στενά συνδεδεμένη
με τήν πρώτη: τήν ανάγκη τής εμφανίσεως καινούργιων ιστορικών δυνάμεων.
Ετσι κάνει τήν εμφάνιση του ένα πολύ σπουδαίο πρόβλημα: Ή
σύνδεση, ιστορικά, τής κυβερνητικής λειτουργίας με τό φαινόμενο τής πάλης τών
ηγουμένων μειοψηφιών. Γιά νά καθορισθη αυτό πρέπει προηγουμένως ν’ άναλυθή ή
έννοια τής πολιτικής πρωτοπορείας, πού στήν εποχή μας έχει πάρει τήν ονομασία
του πολιτικού κόμματος.
Πολιτικές πρωτοπορεΐες υπάρχουν ανέκαθεν σ’ οποιαδήποτε
μορφή πολιτεύματος, κάτω άπ’ οποιοδήποτε καθεστώς.
Είναι πέρα γιά πέρα άντιϊστορική και άντιπραγματιστική ή
άποψη, πού υποστηρίζει τήν ανυπαρξία πολιτικών ρευμάτων στή νομική δομή ενός,
ας πούμε, μοναρχικού καθεστώτος.
Ετσι στή Βυζαντινή αυτοκρατορία παρατηρούνται πολιτικό
ρεύματα καθοριστικά τής πολιτικής μορφής του Κράτους πού ξεπηδούν μέσα άπό τον
Στρατό, τήν Εκκλησία, τούς γαιοκτήμονες ή τήν διοικητική ύπαλληλία.
Τι εκφράζει, Ομως, μία πολιτική πρωτοπορεία; Ποια είναι ή
φύση ενός πολιτικού ρεύματος;
Αυτό καθορίζεται άπό τό είδος του πού είναι συνάρτηση τών γενικωτέρων
ιστορικών συνθηκών. Ύπάρχουν τρία βασικά είδη πολιτικών πρωτοπορειών,
πολιτικών κομμάτων: τά προσωπικά, τά κοινωνικά και τά κοσμοθεωρητικά.
Τά προσωπικά είναι πολιτικές ομάδες πού καθοδηγούνται και
εξυπηρετούν ένα μόνο πρόσωπο. Ή εμφάνιση τους είναι άμεση συνάρτηση εποχών
κρίσεως, πού μπορεί νά εΐναι εποχές διαλύσεως μιάς κοινωνίας, ή προάγγελοι μιάς
καινούργιας δυναμικής περιόδου.
Τά κοινωνικό ή ταξικά εΐναι πολιτικές ομάδες πού εξυπηρετούν
ώρισμένες κοινωνικές τάξεις, ονομάζονται δέ κόμματα αρχών. Στήν πραγματικότητα
αποτελούν ιστορικές εκφράσεις του κοινωνικού σώματος. Ή εμφάνιση τους
συναρτάται άμεσα μέ εποχές όπου μία ηγουμένη μειοψηφία αποκόπτεται άπό τό
μαζικό της υπόβαθρο και τοποθετείται πίσω άπό τά πολιτικά πράγματα,
προσπαθώντας να τά καθορίσει έμμεσα, κρατώντας γιά τον εαυτόν της τά κέντρα
προσπελάσεις τών οργάνων τής παραγωγής και τά κέντρα διαμορφώσεως τής κοινής
γνώμης.
Αρα αυτού του είδους οί πολιτικές ομάδες, άσχετα μέ τις
ίδιαίτερες πολιτικές τους διαφορές, άποτελούν απλή πολιτική προέκταση τής
ηγουμένης μειοψηφίας.
Ή κυβερνητική σ’ αυτές τις περιπτώσεις ώς λειτουργία
άναπτύσσεται παράλληλα και μέσα στις άλλες λειτουργίες του Κρατικού οργανισμού.
Ώς εξουσία όμως δέν εμφανίζεται μιας και δέν κατοχυρώνεται νομικά σ* ένα
συγκεκριμένο κρατικό όργανο. Αυτό εΐναι πέρα γιά πέρα λογικό αφού ή ηγουμένη
μειοψηφία βρίσκεται πίσω άπό τά πολιτικά πράγματα και ποτέ δέν προβάλλει, σ’ αυτές
τις περιπτώσεις, μέσα σ' αύτά.
Τέλος, τά κοσμοθεωρητικά κόμματα, αυτά τά όποια πραγματικά
μπορούν νά ονομασθούν πολιτικές πρωτοπορεΐες, εΐναι πολιτικές ομάδες πού δέν
εξυπηρετούν στενά συμφέροντα, άλλά εΐναι πολιτικά κινήματα μέ ευρείες
προοπτικές. Χαρακτηρίζονται άπό μία συγκεκριμένη φιλοσοφικοϊδεαλιστική βάση,
μία πλατύτερη από τον φυλετικό τους χώρο συγκεκριμένη Ιστορική προοπτική και
εΐναι φορείς του ίστορικοφυλετικά καινοχιργιου, δηλαδή μιας ανερχομένης
ήγου-μένης μειοψηφίας προς τήν οποία και ταυτίζονται. Σ’ αυτήν τήν περίπτωση ή
κυβερνητική λειτουργία μετατρέπεται σέ εξουσία, άφοΰ ή ηγουμένη μειοψηφία πού
είναι ό ουσιαστικός φυσικός της φορέας προβάλλεται άμεσα στο πολιτικό
προσκήνιο, πολιτική πρωτοπορεία.
Βέβαια αυτό πού πρέπει νά τονισθη εδώ είναι ότι αυτοί οί
τρεις τύποι πολιτικών κομμάτων εΐναι στήν πραγματικότητα ακραίοι. Ανάμεσα τους
αναπτύσσεται ενα φάσμα συνθέτων τύπων πού εξαρτάται από τήν θέση μιας ηγουμένης
μειοψηφίας στον ιστορικό κύκλο τής υπάρξεως της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π