Η φωνή του καμαρότου με πέταξε επάνω.
- Εντάξει,
του φώναξα και ανακάθησα στο κρεββάτι ζαλισμένος.
"Καλά ε, κοιμόμουνα άλλο ένα πεντάωρο άνετα
σκέφτηκα και σηκώθηκα επάνω δημιουργώντας μία ειρωνική αντίφαση μεταξύ σκέψης
και πράξης. Περπάτησα ως τον νιπτήρα, άρχισα να ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου και
κοιτάχτηκα . στον καθρέφτη που επειγόντως ήθελε ένα γυάλισμα.
Ωστε λοιπόν φτάνουμε στο Τσεσμέ. "Κρίνες"
όπως είναι η σωστή του ονομασία. Είχα μεγάλη επιθυμία αλλά και περιέργεια να δω
από κοντά τις Kρίνες και να πατίσω τα αγιασμένα χώματα της Ιωνίας. Την
τελευταία, μου την είχαν οξύνει οι ιστορίες που μου είχαν πει οι άλλοι
ναυτικοί, είτε στην τραπεζαρία, είτε το βράδυ που καθόμασταν με τους μηχανικούς
που ήταν να αλλάξουν βάρδια. Ο καπετάν Σωτήρης μου'λεγε για κάτι Τούρκους που
είχανε καθήσει και του τραγουδάγανε Ελληνικά τραγούδια. Ο Μαρκόνης μου'λεγε για
τα σπίτια και την αγορά. Κάποιος ναύτης μου λεγε για τον παραδοσιακό ρυθμό που βλέπεις
μέσα στις γειτονιές και που έχει διατηρηθεί τόσα πολλά χρόνια -Τούτη η γη είναι
ελληνική. Μόλις κατέβεις θα το καταλάβεις.
Τώρα που
τα ξαναφέρνω στο νου μου, τότε γέμιζα ανυπομονησία. Ντύθηκα γρήγορα, έκλεισα
την πόρτα και ανέβηκα τα σκαλιά κάνοντας τον σταυρό μου.
- Καλημέρα
κυρ - Γεράσιμε, είπα στον αρχιλογιστή που παρότι την προηγούμενη νύχτα είχαμε
τελειώσει πολύ αργά την δουλειά, τώρα με περίμενε πρώτος.
- Άντε,
ανέβα να τσιμπήσεις κάτι και έλα.
Οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν σηκωθεί και
ετοίμαζαν τα πράγματα τους, πετώντας όπου να ναι ότι δεν τους χρειαζόταν. Η
βρώμα που κουβαλούσανε πάνω τους μου είχε προξενήσει την περιέργεια, δεδομένου
ότι ήτανε σχεδόν όλοι από την Ευρώπη και θα έπρεπε κατά ένα βαθμό να έχουν εκπολιτιστεί.
Προσπαθώντας λοιπόν να ανοίξω δρόμο ανάμεσα στους Τούρκους και κρατώντας
κυριολεκτικά την αναπνοή μου από την μπόχα, έφτασα στην τραπεζαρία
Φαί, καφές στα γρήγορα και μια ματιά έξω από
το παράθυρο. Ο καιρός ήταν πολύ καλός και η θάλασσα του Αιγαίου παρουσίαζε το
μεγαλείο της.
Που είμαστε; Ρώτησα τον Μαρκόνη που έτρωγε
δίπλα μου.
Περάσαμε την Χίο, και σε δέκα λεπτά μπαίνουμε
στο Τσεσμέ.
Κατέβηκα αμέσως κάτω προς το λογιστήριο. Ο Μάκης
ο αρχικαμαρώτος μάταια προσπαθούσε να βάλει τάξη μεταξύ των Τούρκων, ξεστομίζοντας
που και που καμιά βρισιά.
- Λοιπόν, θα κατέβεις κάτω να υποδεχτείς τις
αρχές και θα τους οδηγήσεις επάνω που θα είμαι με τον πλοίαρχο μου είπε ο κυρ -
Γεράσιμος.
Έφυγα λοιπόν για κάτω περνώντας ανάμεσα από
τους Τούρκους και χαιρετώντας τον Μάκη που έβριζε την ατυχία του.
Κάτω στον καταπέλτη ήταν ένας ναύτης με τον
μοχλό στο χέρι. Περνώντας ανάμεσα από τα αυτοκίνητα έφτασα μπροστά.
Για σου Βασίλη.
Για σου Γιαννάκη. Άντε, επιτέλους θα δεις και
το Τσεσμέ.
Ναι επιτέλους είπα και μου ξανάρθανε στο νου
όλες μου οι σκέψεις γι' αυτό το χώμα που σε λίγο θα πατούσα. Κάτι σαν ψυχική
προετοιμασία για μια μεγάλη τελετή. Ένοιωσα την ιερότητα της σκλαβωμένης τούτης
γης. Μόνο το αίμα που την είχε ποτίσει, μόνο τα οστά των ηρώων που είχε δεχθεί
μέσα της τόσους αιώνες, μόνο αυτά φτάνουν για να την κάνουν ιερή
Αίμα και οστά ελληνικά. Θυσία στο βωμό του
αιώνιου φωτός που λέγεται ΕΛΛΑΣ. Της μεγάλης δάδας που περνά μέσα απο τον
χρόνο, για να φωτίσει τις γενεές των ανθρώπων. Και τώρα την πατούν βέβηλα οι
βρωμιάρηδες.
Ο καταπέλτης άρχισε να ανοίγει σιγά σιγά και
το φως της ημέρας μπήκε μέσα στο σκοτεινό γκαράζ. Εβαλα το χέρι στα μάτια μου
για να προφυλαχτώ από το φως. Οι ναύτες από πάνω πετάγανε τους κάβους και ο
καπετάν Σωτήρης φώναζε στο Βασίλη να κατεβάσει τον καταπέλτη.
Σιγά σιγά άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι Κρίνες. Ένα
χωριό ελληνικό εμφανιζότανε μπροστά στα μάτια μου. Είχα μείνει ακίνητος
προσπαθώντας να αντλήσω όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες λες και θα φεύγαμε
αμέσως. Ένα λιμάνι με ψαροκάικα και ένα χωριό με παραδοσιακά Ελληνικά σπίτια
στην μέση των οποίων υπήρχε ένα κάστρο, σκαρφαλωμένα επάνω σε έναν μικρό λόφο.
Από εκεί που βρισκόμασταν δεν μπορούσαμε να δούμε πολλά, αφού το λιμάνι για τα
πλοία είναι λίγο απομακρυσμένο από το κύριο μέρος του χωριού αλλά η γενική
άποψη της περιοχής αναβλύζει κάτι το βαθιά οικείο. Κάτι το βαθιά ελληνικό.
Το μόνο που θύμιζε Τουρκία, ήταν ηΤουρκική σημαία
που κυμάτιζε προκλητικά.
Ανέβασα επάνω τις αρχές και βοήθησα στην
αποβίβαση διότι τέτοιες διαδικασίες όταν έχεις να κάνεις με Τούρκους, γίνονται
ιδιαίτερα πολύπλοκες. Κάθε τόσο έβγαινα και κοίταγα μαγεμένος τις κρίνες...
Είχε φτάσει το μεσημέρι όταν επιτέλους βγήκα
από το πλοίο. Περπατούσα βυθισμένος στις σκέψεις μου. Όταν περπατάς πάνω στα
χώματα αυτά, νοιώθεις βαθιά τις έννοιες της ιστορίας και της σκλαβιάς. Η
ιστορία που πέρασε πάνω από δω μία αδάμαστη πηγή ενέργειας που σε πλημμυρίζει
δύναμη και η σκλαβιά μία ταφόπλακα που προσπαθεί να πλακώσει τούτη τη δύναμη,
μα δεν μπορεί να το καταφέρει.
Ένοιωθα ζαλισμένος από τον Πόλεμο τούτο μέσα
μου. Τα σπίτια δίπλα μου ήταν χτισμένα στον παραδοσιακό ανατολίτικο ρυθμό.
Είναι ο ίδιος Ελληνικός ρυθμός που μπορείς να δεις στην Ήπειρο και στην
Μακεδονία. Το κλειστό μπαλκόνι του γυναικωνίτη και η κεραμιδένια σκέπη. Μερικά
από αυτά ήταν ξύλινα, και αποτελούν τα γνήσια μικρασιάτικα σπίτια. Σε άλλα, στο
μπροστινό αέτωμα έβλεπες ζωγραφισμένα πολύπλοκα σχέδια, ξεθωριασμένα πια από
τον χρόνο. Τα σύγχρονα σπίτια ήταν λιγοστά και πολλά από αυτά ήταν
κατασκευασμένα στον ίδιο παραδοσιακό ρυθμό. Περπατώντας μέσα στα στενά σοκάκια,
με τα μπαλκόνια να με σκεπάζουν που και που από πάνω, έβαζα με το νου μου πως
θα ήτανε όταν πριν λίγα χρόνια ήκμαζε εδώ το Ελληνικό στοιχείο. Τα απομεινάρια
του ήταν φανερά γύρο μου. Μόνο η ελεύθερη πνοή του έλειπε να ζωντανέψει τούτο
τον τόπο....
Δεν ήταν η μόνη φορά που κατεβήκαμε στις
Κρίνες. Κάθε φορά από τότε που περπατούσα μέσα στα στενά τους, ανακάλυπτα και
κάτι καινούργιο. Κάτι που μου κανε πιο βαθιά την πίστη πως τούτη η γη είναι
Ελληνική.
Μια μέρα περπατώντας μαζί με κάτι ναύτες στην
αγορά του Τσεσμέ, στρίψαμε σε ένα
στενό με ψαράδικα μαγαζιά. Καθώς περνούσαμε
από εκεί το αυτί μου έπιασε κάποιον να μιλάει Ελληνικά. Γύρισα και είδα έναν
γέρο πωλητή που μιλούσε σε έναν άλλο. Πλησίασα πιο πολύ και παρατήρησα ότι μέσα
στο μαγαζί υπήρχε ένας χάρτης της Κρήτης. "Μάλλον θα πρόκειται για τους
λεγόμενους Τουρκοκρητικούς" σκέφτηκα. Πλησίασα κι άλλο.
- Κρητικός
είσαι καρντάση; κάνει ένας ναύτης από πίσω μου.
- Κρητικός,
ναι απαντάει ο γέρος ρίχνοντας ταυτόχρονα μία ματιά στα δεξιά του δρόμου.
- Από
ποιο μέρος της Κρήτης, τον ρωτάω εγώ.
- Από
το Ηράκλειο.
- Από
την Κρήτη είμαι και γω. Από τα Σφακιά, του κάνω με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
Οι άλλοι ναύτες είχαν απομακρυνθεί. Εκείνη την
ώρα ξεπρόβαλλαν από τα δεξιά του δρόμου δύο Τούρκοι στατιώτες. Εκεί δίπλα
υπήρχε ένα τουρκικό στρατόπεδο.
Η δε παρουσία του στρατού και της αστυνομίας
στις Κρίνες είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.
- Ελα
μέσα πατριώτη, μου κάνει ο γέρος με ποιο σιγανό τόνο, για δείξε μου που είναι
τα Σφακιά....
Είχα ακούσει πολλά για τους Τουρκοκρητικούς.
Πολλοί λέγαν ότι ο ρόλος τους ήταν ύποπτος στην μικρασιατική καταστροφή. Δεν
ξέρω. Όση ώρα συζητούσαμε μου φάνηκαν πολύ διαφορετικοί. Η Ελληνική τους γλώσσα
που την διατηρούσαν εκπληκτικά αναλλοίωτη, ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τους
Τούρκους στρατιώτες, η φιλική τους συμπεριφορά προς εμένα, όλα αυτά με κάνανε
να νοιώθω ότι ήταν Έλληνες. Σκλαβωμένοι Έλληνες. Και τόσο ξεχασμένοι και εγκαταλελειμμένοι
από την επίσημη Ελλάδα και τους Έλληνες", που ο αγώνας τους για επιβίωση
γινόταν πλέον απελπιστικός. Από τότε κάθε φορά που κατέβαινα στις Κρίνες, πήγαινα
στα ψαράδικα με κερνάγανε τσάϊ και καθόμασταν και συζητούσαμε...-----------------------------
Ό ήλιος είχε φανερωθεί πίσω άπό τά βουνά της
Μικρασίας, ορίζοντας τό σημείο της Ανατολής. Τό καράβι προχώραγε, κόβοντας
ταχύτητα, γιά νά μπει στο λιμάνι του Τσε-σμέ. Ήταν πολύ πρωί και καθόμουν νά
κοιτάω τό χωριό πού έδειχνε όσο ποτέ ήρεμο. Δίχως διαβάτες, δίχως έμπορους και
κόσμο στην αγορά, δίχως αμάξια νά περνούν τόν ημικυκλικό παραλιακό δρόμο.
Έτσι δίχως καμιά ζωντανή παρουσία, φάνταζε περισσότερο αυθεντικό άπ' οποιαδήποτε
άλλη φορά. Δέν είχα ξαναδεί τις Κρίνες τόσο πρωί, και είχα αφοσιωθεί σάν νά τις
έβλεπα γιά πρώτη φορά. Ωστόσο τό γνώριμο της εικόνας μέ έκανε νά αναζητώ τά πιο
βαθειά μηνύματα πού μου έστελνε τούτη ή έρημη μικρή πολιτεία. Σάν νά μπορούσε
τώρα νά μιλήσει πιο καθαρά, εξαγνισμένη άπό κάθε τι ξένο. Έδινε τό σιωπηλό
μήνυμα της, πού ήταν πάντα τό ίδιο όταν οί φωνές σωπαίνανε, όταν οί δρόμοι άδειάζανε,
όταν έμενε μόνη της σιωπηλή νά κοιτά τά νερά του Αιγαίου. Τό ίδιο αυτό σιωπηλό
μήνυμα, ή σιωπηλή απόδειξη της ταυτότητος της, πού μόνο ό αφανισμός κάθε σπιτιού,
κάθε σοκακιού, κάθε κτίσματος θά μπορούσε νά άποκρίνει. Εκείνο τό πρωινό
τελειώσαμε γρήγορα τήν αποβίβαση. Έγινε ένα γρήγορο συγύρισμα και άφοϋ ό κύρ
Γεράσιμος πού υπενθύμισε γιά εικοστή φορά νά μήν φάω κρέας άπ' έξω, βγήκα γιά
νά κάνω μιά βόλτα. Στον δρόμο συνάντησα τόν Μεχμέτ. Ήταν μουσουλμάνος άπό τήν
Θράκη και δούλευε στο καράβι μαζί μέ τόν αδερφό του. Τά δύο αυτά αδέρφια
είχαν μιά αντίστροφη αναλογία. "Οσο έξυπνος ήταν ό ένας, τόσο ηλίθιος
ήταν ό άλλος. Φαινόταν σάν νά είχε πάρει ό Μεχμέτ σ' ένα μερίδιο εξυπνάδας άπό
τόν αδερφό του, αφήνοντας τον ηλίθιο. Ώρες, ώρες πού προξενούσαν τήν περιέργεια.
Μόλις έκανε ό Μεχμέτ μιά έξυπνη ενέργεια, αμέσως έσπευδε ό αδερφός του νά
κάνει μιά ηλιθιότητα, επιβεβαιώνοντας τήν αντίστροφη αναλογία.
Γιαννάκη πάμε πουθενά νά φάω τίποτα, γιατί δέν
πρόλαβα νά φάω πρωινό, μου είπε ό Μεχμέτ μέ ένα ύφος σάν νά ήθελε νά τρέξει γιά
νά βρει κάτι νά φάει.
Πάμε, τοϋ είπα μηχανικά και προχωρήσαμε στόν
δρόμο.
Ό παραλιακός δρόμος κάνει τόν κύκλο του
λιμανιού, και καταλήγει μέσα στο χωριό. Περπατώντας τον, έβλεπες απέναντι τά
επιβλητικά βουνά της Χίου.
Ό Μεχμέτ κοίταξε τήν Χίο και γύρισε σάν νά
μάντεψε τήν σκέψη μου.
Οί Τούρκοι μοϋ δείχνουν τήν Χίο καί μοϋ λένε:
«Είναι δικιά μας». Οί Έλληνες μοΰ δείχνουν τό Τσεσμέ και μου λένε: «Είναι δικό
μας».
Κι έσύ τϊ πιστεύεις, τοϋ 'κανα ξαφνιασμένος
άπό τό αναπάντεχο αυτό άνοιγμα.
Δέν ξέρω... Στην Θράκη συνεχώς μας λένε γιά
τήν Τουρκία.
Τώρα πού τους γνώρισα άπό κοντά κατάλαβα τι πούστηδες
εϊναι. Πιο πούστηδες άπό τους Έλληνες... Θά γίνει πόλεμος. Και έγώ μέ ποιόν
πρέπει νά πάω νά πολεμήσω; Μπορεί κάποιος νά μοϋ εξασφαλίσει ένα μαγαζάκι γιά
νά ζήσω τήν οικογένεια μου; Μπορεί κάποιος νά μοϋ πεϊ, ότι νά, έγώ σοϋ δίνω ένα
ψιλικατζίδικο, ένα περίπτερο τέλος πάντων, γιά νά μπορέσεις νά ζήσεις και έσύ
σάν άνθρωπος; Μέ αυτόν θά πάω νά πολεμήσω.
Συνέχισα νά περπατάω σιωπηλός. Ήταν άπό τις λίγες
φορές πού δέν ένιωθα τήν ανάγκη νά απαντήσω. Δέν ένιωθα τήν ανάγκη νά πώ
«συμφωνώ» ή «διαφωνώ», όσο κι αν αυτός περίμενε κάποια μου απάντηση. Σκέφτηκα
τά λόγια του. Ήταν ολοφάνερο πώς δέν υπάρχει θέμα εθνικής συνείδησης. Ήταν
ενδεικτικά της σκέψεως των Μουσουλμάνων της Θράκης. Κανείς δέν φρόντισε νά
τούς προσφέρει εθνική συνείδηση. Κανείς δέν φρόντισε νά τούς δείξει ότι είναι
Έλληνες. Και αυτοί δίνουν τήν εθνική τους συνείδηση σέ όποιον τους προσφέρει τό
«μαγαζάκι». Καί δυστυχώς τό «μαγαζάκι» σπεύδει νά τούς τό προσφέρει ή
Τουρκία, άφοϋ αυτό τό κράτος πού θέλει νά λέγετε Ελλάδα, προσπαθεί νά τούς
κάνει τή ζωή όσο πιό μίζερη γίνεται.
Καθίσαμε σέ ένα μικρό εστιατόριο πού
διανυκτέρευε, καί εκείνη τήν στιγμή ετοιμαζότανε νά κλείσει. Πήρε μιά σούπα,
πού ούτε τήν μισή δέν άντεξε νά φάει καί σηκωθήκαμε νά περπατήσουμε στήν αγορά.
Τά μαγαζιά είχαν αρχίσει νά ανοίγουν. Οί έμποροι 'βγαζαν έξω τά πράγματα τους
καί ετοιμάζονταν γιά τόν κόσμο πού σέ μιά-δυό ώρες θά έβγαινε. Προχωρήσαμε
μέσα στόν δρόμο της αγοράς και παρατηρούσα δεξιά και αριστερά τόν Ελληνικό
ρυθμό των σπιτιών.
ο Άγιος Χαράλαμπος |
Ξάφνου, σταμάτησα σέ ένα μεγάλο κτίσμα μέ παράξενα χαρακτηριστικά.
Τό κοίταξα προσεκτικά. Τά θολωτά παράθυρα καί ή ημικύκλια στέγη, πού θύμισαν
αμέσως τό ιδιόμορφο σχήμα της εκκλησίας. Ή κακή κατάσταση της, τά δέντρα πού
είχε γύρω της καί οί κισσοί πού είχαν σκαρφαλώσει πάνω της δέν τήν κάνανε
εύκολα αντιληπτή. Προχώρησα προς τήν έξοδο και έσπρωξα τήν πόρτα. Ακούστηκε
ένας υπόκωφος θόρυβος, χωρίς νά ανοίξει. - Έλα, πάμε, είναι κλειστά. Μου έκανε
ό Μεχμέτ προχωρώντας.
Κατέβηκα καί περπάτησα σχεδόν τρέχοντας γιά
τόν προλάβω.
- Ti
είναι μέσα, ξέρεις; Του είπα περιμένοντας άγωνιωδώς κάποια απάντηση. Καλά δέν είναι εκκλησία; Ήταν...
Συνεχίσαμε τόν δρόμο ρίχνοντας μιά ματιά πίσω
στόν παλιό ναό. Ήθελα νά δώ πώς είναι μέσα καί σχεδόν προαισθανόμουν τ'ι θά
αντίκριζα.
Παρακάτω βρισκόταν ένα ψιλικατζίδικο πού
μόλις είχε ανοίξει. Ό Μεχμέτ πλησίασε νά πάρει κάτι καί έπιασε συζήτηση μέ τόν
ψιλικατζή. Πλησίασα καί έγώ αδιάφορα, χωρίς νά μπορώ νά καταλάβω τι λένε. Ξαφνικά
γύρισε ό ψιλικατζής προς τό μέρος μου.
- Γιουνάν,
μέ ρώτησε μέ ένα χαμόγελο.
- Ναί,
Έλληνες, τού απάντησα.
Έλληνας, επανέλαβε αυτός. Τόν κοίταξα
απορημένος.
Ξέρεις Ελληνικά;
- Λίγο,
μοϋ είπε αυτός χαμογελώντας.
Γύρισε καί κοίταξε τόν Μεχμέτ. Μετά κοιτώντας
ένα παλικάρι πού καθόταν στήν πόρτα του μαγαζιού, μου είπε κάτι στά Τούρκικα.
- Λέει,
πώς αυτός είναι ό γιός του, μοϋ εξήγησε ό Μεχμέτ. Ήδη αυτός είχε πλησιάσει καί
μου έδινε τό χέρι του. Τόν χαιρέτισα αμήχανα. Καί οί δύο μέ κοιτούσαν σάν νά έβλεπαν
κάποιον παλιό γνωστό τους. Καθίσαμε καί μιλήσαμε κάμποση ώρα, εξηγώντας μου ό
Μεχμέτ, τί λέγανε. Αυτοί δέν χρειαζόντουσαν εξήγηση. Αντιλαμβανόντουσαν άνετα
τά Ελληνικά, πράγμα πού μοϋ έκανε μεγάλη εντύπωση. Μετά θά ανακάλυπτα πώς
πολλοί έμποροι στήν αγορά μπορούν νά καταλάβουν τά Ελληνικά. Πολλοί άπό
αυτούς μιλούν κιόλας μέ κάποια δυσκολία. Ξανάφερα στο νοϋ μου όσα είχα ακούσει
γιά τους κρυπτοχριστιανούς, τους Άλεβίδες κ.λπ. Ή φιλική τους συμπεριφορά
συνεχώς πού ενίσχυε τήν υποψία ότι άνήκαν σέ κάποια άπό αυτές τις ομάδες πού
ζούν σκλαβωμένες στήν Τουρκία. Φοβούμενοι νά εκδηλωθούν ανοικτά, φορείς ενός
κοινού μυστικού, καί κοιτώντας σε, μέ έναν μελαγχολικά καί συνάμα ευγενικά
χαρούμενα τρόπο, σάν νά λέγανε: «Έμεϊς είμαστε έδώ, προσμένουμε, μήν μας
ξεχνάτε».
Μέσα στο καράβι σκεφτόμουν τά περιστατικά της
ημέρας.
Μάκη, έχεις δει στο Τσεσμέ τήν εκκλησία στήν αγορά,
ρώτησα τόν άρχικαμαρότο περιμένοντας κάποια απάντηση γιά αυτό τό θέμα πού μοϋ
είχε κολλήσει στό μυαλό.
Ποιά εκκλησία; μέ ρώτησε αυτός σβήνοντας μου
τήν ελπίδα γιά κάποια πληροφορία. Καλά δέν έχεις δεϊ τήν εκκλησία στήν αγορά;
- Δέν
ξέρω έγώ, ρώτα τόν Μαρκόνι πού ασχολείται μέ αυτά.
Μετά άπό δύο μέρες περπατού σα βιαστικά στόν
δρόμο της αγοράς. Ξανάφερνα στο νοϋ μου τά λόγια του Μαρκόνι. «Είναι ό άγιος
Χαράλαμπος. Παλιά πρέπει νά ήταν ωραία εκκλησία. Τώρα τήν έχουν καταστρέψει.
Θά μπεις μέσα και θά δεις την Τουρκική μικρότητα σέ όλο της τό μεγαλείο».
κατεστραμμένες Αγιογραφίες στους τοίχους |
Ή πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεξιά καί αριστερά είχαν
τοποθετήσει κάρτες καί αναμνηστικά. Ανέβηκα τά σκαλιά καί μπήκα μέσα. Δίπλα
ακριβώς άπό τήν πόρτα υπήρχε ένας πάγκος μέ βιβλία. Γύρω - γύρω τοποθετημένα
κάποια διαχωριστικά. Προχώρησα καί στάθηκα ακίνητος. Τό βλέμμα μου τράβηξε μιά
τεράστια τουρκική σημαία. Μιά τεράστια τουρκική σημαία ακριβώς στο σημείο πού
κάποτε υπήρχε τό τέμπλο καί ή Άγια Τράπεζα. Κρεμόταν άπό πάνω έως κάτω. Γύρω
μου βρισκόντουσαν ολοζώντανα τά σημάδια της θηριωδίας. Πανέμορφες αγιογραφίες
μέ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο, βρισκόντουσαν ξεσκισμένες πάνω στους τοίχους. Ανάγλυφα
στο μέρος του γυναικωνίτη πού παρίσταναν
Οί Τούρκοι δέν έχουν βάψει τούς τοίχους, δέν
έχουν προσπαθήσει νά κρύψουν τή θηριωδία. Νιώθουν υπερήφανοι γι' αυτή τήν εκδήλωση
της βαρβαρικής ψυχής τους καί γι' αυτό κρέμασαν επιβλητικά καί τό σύμβολο τους,
γιά νά στολίζει τό επίτευγμα τους. Δέν μπορούσαν νά καταλάβουν ότι είχαν δημιουργήσει
ένα ιερό μνημείο γιά τόν Ελληνισμό. Ένα μνημεΐον πού έλεγε μόνο του τήν ιστορία
έπτά αιώνων. Δίχως λόγια, δίχως αμφισβητήσεις, ήταν έκεϊ και φανέρωνε τήν
ουσία. Τήν μεγάλη αντίθεση τής καταστροφής καί τής δημιουργίας.
Έκανα άργά τόν σταυρό μου. Δέν ένοιαζε αν μέ
κοιτάγανε. Μιά δέσμη φωτός έμπαινε άπό τό θολωτό παράθυρο του ίεροϋ καί
χάιδευε απαλά τις μισοκαταστρεμμένες αγιογραφίες. Σκέφτηκα τούτη τήν εκκλησία
γεμάτη κόσμο. Παιδιά πού είχαν φορέσει τά καλά τους, άντρες καί γέρους κρατώντας
τά καπέλα τους, απέναντι άπό μαυροφορεμένες γριούλες καί καλοντυμένες
κοπελιές. Όλοι ψέλνανε τό «τη ύπερμάχω». Ό ναός τρανταζόταν ολόκληρος άπό τόν
ϋμνο. Καί ή δέσμη φωτός χάιδευε πάλι τις αγιογραφίες πού δημιουργούσαν ένα
μεγαλειώδες σύνολο, σέ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο.
η Χίος από το κάστρο του τσεσμέ |
Κατέβηκα τά σκαλιά καί περπάτησα άργά στόν
δρόμο. Ό Τούρκος πού καθότανε στήν πόρτα μέ κοιτούσε ακόμα περίεργα. Περπάτησα
κοιτώντας γύρω, προσπαθώντας νά δώ γιά τελευταία φορά όσο τό δυνατόν
περισσότερα. Τά ώραϊα ελληνικά σπίτια, τά στενά σοκάκια, πού σκεπάζονταν κάθε
τόσο άπό μπαλκόνια, τήν αγορά γεμάτη κόσμο. Ήταν τό τελευταίο ταξίδι πού έκανα
στις Κρίνες. Μετά θά έφευγα άπ' τό καράβι. Εκείνο τό απόγευμα τό Τσεσμέ μοϋ
φαινόταν πιό μελαγχολικό. Ό αέρας φυσούσε απαλά καί τά καΐκια στό λιμάνι
κουνιοϋνταν ρυθμικά άπό τό σιγανό κύμα. Πέρασα άπό τά ψαράδικα νά χαιρετίσω τόν
γέρο τόν Τουρκοκρητικό.
- Γειά σου παιδί μου, μοϋ είπε καί μέ κοιτούσε
κατάματα, του χρόνου αν έρθεις, πέρνα άπό έδώ νά μέ δεις, αν ζώ...
Ό καταπέλτης του πλοίου ανέβαινε σιγά. Τά
νερά άφρίσανε καί κοχλάσανε καθώς ή προπέλα έπαιρνε μπρος. Ό καπνός βγήκε
πυκνός άπ' τό φουγάρο, καί διαλύθηκε στόν απογευματινό αέρα. Ό καπετάν Σωτήρης
γυρνούσε στην πρύμνη μέ τόν ασύρματο στό χέρι καί κοιτούσε εάν ολα έχουν
φτιαχτεί σωστά. Τό αφρισμένο νερό είχε ήδη αρχίσει νά σχηματίζει μιά γραμμή
πίσω άπό τό πλοίο.
Πίσω φεύγανε οί Κρίνες, τό λιμάνι, οί
λιμενικοί πού παρακολουθούσαν μέ σταυρωμένα τά χέρια. Όλο τό χωριό άρχισε νά
γίνεται πιό μικρό καί νά φανερώνονται πίσω άπό του λόφους, τά βουνά της Ιωνικής
γης. Τά μικρά σπίτια μέ τά κόκκινα κεραμίδια γινόντουσαν μιά μικρή κουκκίδα
στή μεγάλη παραλία δίνοντας τόν τελευταίο τους χαιρετισμό. Τά σύννεφα
σκέπαζαν ευλαβικά κα'ι τά νερά βρέχαν απαλά τήν αιώνια Ελληνική Ιωνική γή...
Του πλοίου ή πλώρη έσκιζε τή θάλασσα στά δύο
καί τά βουνά πού
έφευγαν, γινόντουσαν μικρά.
Γή ιερή πού κάποτε έδινες φώς στόν κόσμο
στάχτη σοϋ
κάναν τήν ψυχή μέσα σέ μιά βραδιά.
Ό ήλιος έπροσκύναγε τά κρυσταλιά νερά σου
καί
έσύ περήφανη έστεκες μά δίχως πιά ζωή.
Τά μάτια ή πίκρα γέμισε και κύλησε τό δάκρυ
πού γιά αιώνες έκρυβε στά στήθια μιά ψυχή.
Χώρα σπαρμένη λείψανα καί μάρμαρα γεμάτη
γή
πού κοιτάς απέναντι μέ πίκρα τη στεριά
τά όνειρα δέν καίγονται, πλανιούνται στή
ψυχή μας
μιά μέρα θά θεριέψουνε καί θά ρθουμε ξανά.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Το άρθρο του συν. Παναγιωτακόπουλου δημοσιεύθηκε στην εθνικιστική εφημερίδα 21ος ΑΙΩΝ τον Φεβρουάριο του 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π