Δεν είναι πρέπον να έχεις την ευκαιρία να πλήξεις τη
φαυλότητα, την αθλιότητα την τυραννία, με όσες δυνάμεις έχεις, κι εσύ αντί για
το ξίφος και τον δρόμο του πολεμιστή, να διαλέγεις τον ρόλο του θεατή
Περιφέρομαι, λοιπόν, σε αυτά εδώ τα μέρη και θρηνώ για τις
συμφορές μου, σαν το πουλί που κάποιο φίδι ρημάζει τη φωλιά του και
καταβροχθίζει τα μικρά του μπροστά στα μάτια του, δεν τολμά να πλησιάσει, όμως
δεν αντέχει και να φύγει, και, διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη και στον φόβο,
πετάει κραυγάζοντας γύρω από τη φωλιά που έχει καταλάβει ο εχθρός και μάταια
πασχίζει με τους μητρικούς του θρήνους να μαλακώσει ένα πλάσμα που η φύση το
έχει πλάσει ανελέητο».
Ηλιοδώρου «Αιθιοπικά», βιβλίο Β΄, ΧΙΙ 4, Αθήνα: 2002,
εκδόσεις Κάκτος, σ. 166.
Μόλις διαβάσατε ένα απόσπασμα από αριστουργηματικής
εμπνεύσεως και εκτελέσεως έργο, το οποίο θεωρείται το τελευταίο μεγάλο
μυθιστόρημα της ελληνικής αρχαιότητας. Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία
αγάπης δύο νέων, της Χαρίκλειας και του Θεαγένη, που, κυνηγημένοι από τη μοίρα,
θα αντιμετωπίσουν κινδύνους και αντιξοότητες υπερασπιζόμενοι την ακεραιότητα
και το μεγαλείο του αληθινού έρωτά τους.