Ή μηχανιστική θεωρία του Σπένσερ στο χώρο της κοινωνιολογίας
είχε μεγάλη επίδραση στήν μετέπειτα κοινωνιολογική σκέψη.
Ό Παύλος φόν Λίλιενφελντ (Paul von Lilienfeld, 1829-1903)
στο σύγγραμμα του: «Σκέψεις πάνω στήν Κοινωνιολογία τοϋ Μέλλοντος", προχωρεί
πιο πέρα τήν αντίληψη τοΰ Σπένσερ ότι ή κοινωνία είναι ένας οργανισμός, πέρα
για πέρα μηχανιστικός.
Ό Αλβέρτος Σαΐφλε (Albert Schaffle, 1831-1903) στο σύγγραμμα
του «Ή Κατασκευή και ή Ζωή των Κοινωνικών Σωμάτων», κατορθώνει νά διακρίνει, ότι
τό κοινωνικό σώμα είναι ανώτερη βαθμολογική κλίμακα απέναντι στο φυσικό
οργανισμό. Παρ’ όλα αυτά, άφοΰ δεν εισαγάγει στο σύστημα του τήν έννοια της
φυλετικότητος παραμένει στο ίδιο μηχανιστικό βιολογικό επίπεδο.
Ό Έρνέστος Βόρμς(Ειτιο Worms, 1869-1926) στο σύγγραμμα του «"Οργανισμός
και Κοινωνία», παραμένει και αυτός στήν αντίληψη νά ταυτίζει την βιολογική βάση
μέ τό κοινωνικό εποικοδόμημα.
Ό Φερδινάνδος Ταίνιης (Ferdinand Tonnies, 1855-1936) κάνει ένα
βήμα μπροστά. Διακρίνει πρώτος ότι εκείνο, πού συνδέει τά μέλη μιας κοινωνίας
είναι οί ψυχικές δυνάμεις. Σ' αυτές ανάγονται οί κοινωνικές κατασκευές.
Διαισθάνεται τό σφάλμα τής συγχύσεως ανάμεσα ατή βιολογική βάση και τό
κοινωνικό εποικοδόμημα. Γι' αυτό διαστέλλει τις έννοιες Κοινότητα (Gemeinschaft)
και Κοινωνία (Gesellschaft). Δέν κατορθώνει όμως νά βρει τον λειτουργικό δεσμό
ανάμεσα τους. Ή Κοινότητα κατ' αυτόν αποτελείται από άτομα φυσικά συγγενή και
στηρίζεται πάνα) στή λειτουργία τής «ουσιαστικής βουλήσεως». Αντίθετα στο
επίπεδο τής Κοινωνίας οί σχέσεις είναι σκόπιμες και στηρίζονται πάνω στήν
«έπιλογική βούληση" (Kurwille). Έτσι θεωρώντας ότι οι νόμοι τής
Επιλεκτικής λειτουργούν μονομερώς μόνο στο κοινωνικό εποικοδόμημα και όχι και
στή φυσική, βιολογική βάση, δέν κατορθώνει νά συνδέσει τις δυο έννοιες λειτουργικά,
και νά τις προβάλλει σάν ενιαίο φαινόμενο στήν κοινωνιολογική θεώρηση.
Ό Κάρολος Ντούνκμαν (Karl Dunkmann, 1868-1932) στο βιβλίο
του «Εφαρμοσμένη Κοινωνιολογία"(Angewandte Soziologie) δέχεται —και αυτός—
ότι υπάρχει μία σχέσις ανάμεσα στις Κοινωνίες και στους βιολογικούς οργανισμούς
πού τις συναρθρώνουν, καταλήγοντας τελικά στο σχήμα τού Ταίνιης. Παρ’ όλα αυτά
κάνει ένα βήμα μπροστά όταν διαπιστώνει ότι ή κοινωνία είναι μία ποιότητα ανώτερη
άπό τό άτομο και δέν εξαρτάται άπό τήν ατομική του βούληση. Ή κοινωνία δέν
δημιουργείται για νά εξυπηρετήσει τό άτομο αλλά, εΐναι ενα φυσικό αποτέλεσμα
και υπάρχει πάνω άπό τό άτομο. Τήν ίδια άποψη μέ ιδεαλιστικές όμως παραλλαγές ύπεστήριξαν
ό'Ότμαρ Σπάν (Othmar Spann, 1878-1950), ό Αιμίλιος Ντυρκέμ (Emile Durckheim, 1859-1917),
ό ΜάξΣέλερ (Max Scheler, 1874-1928), και ό Έρνέστος Τρέλτς (Ernst Troeltsch, 1865-1923),
ό όποιος προχωρεί παράλληλα μέ τήν κοινωνιολογία γιά νά δημιουργήσει και μία
Φιλοσοφία τού Πολιτισμού.
Ή μηχανιστική επίδραση τού Μπεργκσόν πάνω στή κοσμοθεώρηση
τής ζωής επίσης εΐχε μεγάλο αντίκτυπο. "Ετσι άνεπτύχθη μία φιλοσοφία τής
Φύσεως και τής ζωής, πού παρ’ όλες τις συνεισφορές της στον τομέα ειδικά τής
βιολογίας —όλοι οί φιλόσοφοι αυτοί είναι και βιολόγοι— δέν κατώρθωσε νά
ξεπεράσει τά μηχανιστικά όρια τής συγχύσεως ανάμεσα στους αναβαθμούς
οργανώσεως, τόσο στή Φύση, όσο και στήν ίδια τήν ζωή και έδωσε μία Φιλοσοφία
τής Ιστορίας εντελώς άντιεπιλεκτική και πολλές φορές ιδεαλιστική ή κρυφοϊδεαλιστική.
Ανάμεσα σ' αυτούς οί σπουδαιότεροι εΐναι οί I. Ράϊνκε (J. Reinke), Χάνς ΝτρΙς (Hans
Driesch, 1867-1941), Ερρίκος Μπέχερ (Erich Becher, 1882-1929) και Α. Βέντσλ(Α. Wenlzl).
Ξέχωρα όμως άπ' όλους αυτούς υπάρχουν δυο κοινωνιολόγοι, πού
καίτοι δέν εισήγαγαν τήν έννοια τής φυλετικότητος στήν κοινωνιολογία —γΐ' αυτό
κατατάσσονται στο μηχανιστικό ρεύμα— δούλεψαν τά συστήματα τους επιλεκτικά. Ή
δυναμική αυτή θεώρηση τής κοινωνίας τούς τοποθετεί σέ ειδική θέση.
Ό πρώτος είναι ό Βιλφρέδο Παρέτο (Vilfredo Pareto, 1848-1923)
και ό δεύτερος ό Τζέϊμς Μπέρναμ (James Burnham, 1905-1987).
Ό Βιλφρέδο Παρέτο θεωρεί, ότι τά κυριώτερα στοιχεία, πού καθορίζουν
τήν μορφή ενός κοινωνικού συστήματος είναι:
α) Τά ένστικτα, πού θέτουν σέ κίνηση τήν ενέργεια τού
άνθρωπου. Αυτό τό στοιχείο συνδέει έμμεσα τον Βιλφρέδο Παρέτο μέ τήν Νιτσεΐκή
Φιλοσοφία και τήν γενικώτερη Βουλησιοκρατική Κοσμοθεωρία.
β) Οί ιδεολογίες μέ τις όποιες οί άνθρωποι δικαιολογούν τις
πράξεις τους και τά ένστικτα τους. Τό στοιχείο αυτό συνδέει τον Βιλφρέδο
Παρέτο πάλι μέ τό Νίτσε, αφού δέχεται δτι ή ιδεολογία εΐναι τό εποικοδόμημα
ψυχολογικών δυνάμεων.
γ) Τά κοινωνικά συμφέροντα.
δ) Οί φυσικές διαφορές τών ατόμων μεταξύ τους δείχνουν, ότι
ό Βιλφρέδο Παρέτο δέχεται τήν επιλεκτική διαδικασία μέσα στήν ίδια τήν
κοινωνία.
ε) Ή θεωρία τής πάλης τών ηγουμένων μειοψηφιών, όπου ό Παρέτο
εφαρμόζει άπ' άκρου εις άκρο τις αρχές και τούς νόμους τής επιλεκτικής.
Για τον Παρέτο υπάρχει πάντα μία μειονότητα, πού ή πρωτοβουλία
της είναι αποφασιστική και καθοριστική της μορφής τοΰ κοινωνικοί) συνόλου. Ό
κύκλος της υπάρξεως και τοΰ ρόλου αυτής τής μειονότητος κλείνει με τήν
άποπροσαρμογή της άπό τις συνθήκες της εποχής της. Στη βάση εν τω μεταξύ τής
κοινωνίας συστηματο-ποιοΰνται καινούργιες μειοψηφίες, πού αγωνίζονται για τήν
υποκατάσταση τής πρώτης. Τελικά μία άπ' αυτές επιλέγεται και προωθείται στή
κορυφή, για νά συνεχισθή ό κύκλος.
Μ' αυτόν τον τρόπο ό προχωρεί πιο πέρα άπό τήν Κοινωνιολογία
και δημιουργεί μία φιλοσοφία τής Ιστορίας.
Ό Τζέϊμς Μπέρναμ αποτελεί παράδειγμα πνευματικού θάρρους,
διότι καίτοι ξεκίνησε άπό τήν εξτρεμιστική πτέρυγα τής τροτσκιστικής Τετάρτης
Διεθνούς, διεχώρησε τελικά τήν θέση του και ερμήνευσε κοινωνιολογικά τό
γερμανικό έθνικοσοσιαλιστικό κίνημα καθώς και τήν σταλινική περίοδο μ' εντελώς
πρωτότυπο τρόπο.
Ό Μπέρναμ ξεκινά άπό τήν θεωρία τοΰ Παρέτο περί ηγουμένων
μειοψηφιών. Γι' αυτόν ή σοσιαλιστική κοινωνία εΐναι αδύνατη. Μία καινούργια
μειοψηφία γεννιέται στο κόσμο. Ή μειοψηφία τών διευθυντών, τών διοικητικών και
ειδικά κατηρτισμένων δηλαδή στελεχών. Μ' αυτό τον τρόπο κατέρριψε πέρα γιά πέρα
τις μαρξιστικές κοινωνιολογικές δοξασίες. Μέ μία βαθειά δέ κριτική απέδειξε
τήν μεταφυσική μονομέρια τής διαλεκτικής και τόνισε τήν ανάγκη γιά μία δυναμική
μέθοδο έρεύνης, πού θά έδινε σέ κάθε φαινόμενο όχι μία μοναδική προοπτική, άλλά
μία σειρά άπό εναλλακτικές λύσεις.
Μετά τήν εξέταση τοΰ μηχανιστικού ερχόμαστε νά εξετάσουμε τό
δογματικό βουλησιοκρατικό ρεύμα. Ή ιδιοτυπία τοΰ ρεύματος αυτού βρίσκεται στο
γεγονός, ότι ενώ εισαγάγει αποφασιστικά τήν έννοια τής φυλετικότητος στήν
κοινωνιολογία, στήν φιλοσοφία του πολιτισμού και στήν φιλοσοφία τής Ιστορίας,
δέν κατορθώνει νά χρησιμοποιήσει σωστά τήν μέθοδο τής "Επιλεκτικής
υποβιβάζοντας την αποκλειστικά στο βιολογικό επίπεδο, κατά τρόπο δογματικό.
Ιδρυτής τοΰ ρεύματος αύτοΰ εΐναι ό Αρθούρος Γκομπινώ (Arthur
de Gobineau, 1816-1882). Στο βασικό έργο του «Δοκίμιο πάνω στήν Ανισότητα τών
Ανθρωπίνων Φυλών», αποδεικνύει, ότι ό βασικός παράγων τής Ιστορίας και τού
Πολιτισμού είναι ή Φυλή. Αυτό αποτελεί τήν βάση πάνω στήν οποία οικοδομούνται
τά κοινωνικά, πολιτιστικά, ιστορικά φαινόμενα. Θεώρησε όμως, ότι ή εξέλιξη,
δηλαδή ή δημιουργία και ή καταστροφή τών πολιτιστικών κύκλων οφείλεται στήν
καταστροφή τής καθαρότητος μιας φυλής, παραμερίζοντας εντελώς τήν επιλεκτική
διαδικασία στο βιολογικό. Αυτό τον οδηγεί στήν πέρα γιά πέρα αστήρικτη άποψη
δτι ή μόνη άξια φυλή είναι ή Αρια.
Αυτόν τον ακολούθησε ό Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν (Houston
Stewart Chamberlain, 1855-1927). Στο εργο τού Οί Βάσεις τοϋ 19°ν αιώνος» εισάγει
και αυτός αποφασιστικά στήν Κοινωνιολογία και στήν Φιλοσοφία τής Ιστορίας και
τού Πολιτισμού τήν έννοια τής φυλετικότητος. Τό πάν είναι ή Φυλή. Πάνω σ' αυτή
οικοδομείται ό Πολιτισμός. Ή Ιστορία εΐναι ή πάλη ανάμεσα σέ Πολιτισμούς. Ή
πάλη όμως αυτή δέν καθορίζεται άπό τήν δυναμικότητα τών ιδίων τών πολιτισμών,
άλλά άπό τήν δυναμικότητα τής φυλετικής τους βάσεως. "Ετσι και αυτός
ύπεβίβαζε μία δυναμική θεώρηση τής Φιλοσοφίας τού Πολιτισμού στο επίπεδο τής
Βιολογίας.
Ό Λουδοβίκος Γκούμπλοβιτς (Ludwig Gumplowicz, 1838-1909)
θεμελιώνει τήν θεωρία του στά βασικά του εργα «Ό Αγώνας τών Φυλών» και «Σύστημα
Κοινωνιολογίας». Ξεκινώντας άπό τήν θεωρία τού Φραγκίσκου Όπενχαίμερ (FranzOppenheimer,
1864-1943), ότιή κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται άπό τις δυνάμεις, πού
γεννιούνται κατά τήν σύγκρουση ανάμεσα σέ ομάδες, προχωρεί στή δημιουργία τόσο
μιάς Κοινωνιολογίας, δσο και μιας πολιτειολογίας και Φιλοσοφίας τής Ιστορίας.
Ή ουσία τής Ιστορίας γιά τον Γκούμπλοβιτς είναι ό φυλετικός
αγώνας. Σ' αυτόν τον αγώνα γίνεται ή επιλογή τής δυνατότερης φυλής, πού τελικά
κυριαρχεί. "Ετσι εξηγείται ή δημιουργία τοϋ Κράτους και ή κοινωνική
Ιεραρχία. Μ' αυτόν τον τρόπο ό Γκούμπλοβιτς δέν παραδέχεται, ότι υπάρχει
επιλεκτική διαδικασία μέσα στήν ίδια τήν φυλή και ταυτόχρονα παραγνωρίζει
εντελώς τό φαινόμενο του Πολιτισμού.
Τό στένεμα αυτό τής Επιλεκτικής και ό υποβιβασμός της μόνο
στο βιολογικό επίπεδο είναι τό χαρακτηριστικό τής θεωρίας τοΰ Γκούμπλοβιτς.
Παρόμοιες σκέψεις μ' αυτές τοΰ Γκούμπλοβιτς υπεστήριξε και ό θεωρητικός
κοινωνιολόγος Φρειδερίκος φόν Χέλβαλντ (Friedrich von Hellwald, 1842-1892) στο
σύστημα τής κοινώνιολογίας του.
Ό Ίωάννης-Ίάκωβος Μπαχόφεν (Johann Jakob Bachofen, 1815-1887)
εισάγει τήν εθνολογία στή δημιουργία μιας πιο πλατειάς Φιλοσοφίας τής
Ιστορίας. Μ' αυτή δια μέσου τών συμβόλων και τών μύ-θων αναλύεται πλέον
επιστημονικά ή ψυχολογία τών λαών και ανευρίσκεται σ' αυτή ό φυλετικός πυρήνας.
Τήν χρησιμοποίηση τής Εθνολογίας στή Φιλοσοφία τής Ιστορίας
τήν χρησιμοποίησε ό Αλφρέδος Ρόζενμπεργκ (Alfred Rosenberg, 1893-1946) στο έργο
του « Ο Μύθος τον 20"' αιώνος», πού στηρίχτηκε πάνω στις αρχές τοΰ
Γκομπινώ και τοΰ Γκούμπλοβιτς, γιά νά προχωρήσει σέ μία ακραία δογματική θεώρηση
τής Φιλοσοφίας τής Ιστορίας, υποβιβάζοντας και αυτός τις αρχές τής Επιλεκτικής
στο βιολογικό επίπεδο αποκλειστικά.
Τήν Εθνολογία τήν εισαγάγει στήν Κοινωνιολογία πλέον και ό Αδόλφος
Γκύντερ (Adolf Giinther, 1881-1958), ό όποιος προχωρεί όμοια σέ μία δογματική
θεωρητική ανάλυση τών κοινωνικών φαινομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π