Δεν θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα αδιαφορούν η θα το παρακολουθούν έντρομοι
Και όταν δεν αδιαφορούν να το χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα το θαυμάζουν, θα συμμετέχουν, θα δημιουργούν και θα οραματίζονται ένα καλύτερο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΥΡΙΟ μαζί μας

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Αθέατοι πυλώνες..


Χρονογράφημα
Του συνεργάτη μας Φοίβου Ιωσήφ 
Έτος 1973, μήνας Απρίλιος. Ένας μελαχρινός μεσήλικας αγρότης ήρθε και μου ζήτησε να αγοράσει μία αντλία νερού. Μου ξεκαθάρισε πώς η πληρωμή θα γινόταν με μετρητά, τα μισά χρήματα με την παραλαβή και τα άλλα μισά μετά τη σοδιά κατά τον Οκτώβριο. Την ακριβή αξία σήμερα δεν την θυμάμαι. Η συμφωνία τηρήθηκε, παρέλαβε ο άνθρωπος την αντλία του και έφυγε, το μισό ποσό θα πληρωνόταν το Φθινόπωρο.
΄Ηταν περίπου Αύγουστος της ίδιας χρονιάς όταν πληροφορηθήκαμε πως ο συγκεκριμένος πελάτης μας παρασύρθηκε από αυτοκίνητο λίγο έξω από την πόλη, μπροστά στο στρατόπεδο και σκοτώθηκε. Ήταν μία φυσιογνωμία ιδιαίτερα συμπαθής, σοβαρή και συνάμα φιλική, αυτό μου προκάλεσε θλίψη και μια μικρή οργή απέναντι στην τύχη. Κάποια μέρα που ξεφύλλιζα τα κιτάπια των χρωστούμενων έπεσα και πάνω στη συγκεκριμένη οφειλή.

Αυτόματα θυμήθηκα το τραγικό τέλος του πελάτη μου και ήρθε στο νού η σκέψη πώς στο εμπόριο υπάρχουν και τα απρόοπτα. Κέρδη και ζημίες, τι να κάνουμε, μέσα στο παιχνίδι είναι και η χασούρα.
Οι μέρες κύλησαν εκείνη την εποχή μέσα σε μία έντονη εμπορική κινητικότητα, οι δουλειές είχαν πάρει την πάνω βόλτα και η απώλεια της αξίας μισής αντλίας δεν με κούραζε τόσο. Ο καιρός περνούσε και οι βροχές του Οκτώβριου είχαν αρχίσει, όταν μια μέρα μπήκε στο μαγαζί ένας κοντός νέος με ταλαιπωρημένη όψη αγρότη και ζήτησε να εξοφλήσει ένα χρέος του πατέρα του, ο οποίος μας πληροφόρησε  λεγόταν Τάσσος συν το επώνυμο.  Θυμόμουνα το μικρό όνομα, Τάσσος. Πλήρωσε ο άνθρωπος και έφυγε. Η εντύπωση όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης ήταν για μένα όχι μεγάλη αλλά συγκλονιστική. ΄Ηρθε και ξόφλησε οικονομικό χρέος του σκοτωμένου Πατέρα. Μοναδική περίπτωση συνέπειας και εντιμότητας. Τα χρόνια πέρασαν, η μνήμη αδυνάτισε, αλλά η πράξη υψηλού αποδεικτικού ήθους και το όνομα Τάσσος έμειναν φωτεινά γραμμένα στην επιφάνεια των συγκινησιακών μου κυττάρων. Γυιός τιμάει τον πατέρα στις οφειλές του προς την κοινωνία. Για σκεφθείτε, δεν είναι μια παραβλέψιμη συμπεριφορά! Το οικονομικό κέρδος τις περισσότερες φορές αφοπλίζει τους ανθρώπους από τις ηθικές υποχρεώσεις έστω και αν αφορούν τον Γεννήτορα. Οι άνθρωποι σχεδόν πάντα κληρονομούν οφέλη,  ποτέ υποχρεώσεις.
Σαράντα ένα χρόνια θυμόμουνα την γενναιότητα της πράξης αλλά ξεχνούσα το επίθετο αυτής της οικογένειας με την υψηλή κοινωνική αξιοπρέπεια. Θυμόμουνα μόνον το πάλλευκο όνομα Τάσσος.

Καλοκαίρι 2014. Και πάλι μήνας Αύγουστος. Γυρίζαμε με το τραίνο στη πόλη από τη δροσιά της θαλάσσιας αύρας με τον φίλο μου σχολικό σύμβουλο Χρήστο Δελημπούρα. Μιλούσαμε για τις ηλικίες μας μέσα στο απαλό κούνημα της αμαξοστοιχίας, όταν τον ρώτησα πότε πέθανε ο πατέρας του. Ο Χρήστος μάζεψε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του μέσα στις κόγχες και μου απάντησε : ο Πατέρας μου δεν πέθανε, σκοτώθηκε σε αυτοκινιτιστικό δυστύχημα κοντά στο νεκροταφείο, μπροστά στο στρατόπεδο το καλοκαίρι του 1973. Ταράχτηκα, αναθυμήθηκα  και τον ρώτησα: πώς έλεγαν τον Πατέρα σου στο  μικρό του όνομα? Τάσσο μου αποκρίθηκε. Ξέσπασε ξαφνικά καλοκαιριάτικο μπουρίνι,οι αναμνήσεις βρήκαν τον μάστορά τους και η συγκίνηση τη φουσκοθαλασσιά της. Το μυστήριο σαράντα ολόκληρων χρόνων εύρισκε τη λύση του και η ψυχή μου ηρεμούσε από τις τύψεις της ράθυμης μνήμης. Το όνομα επιτέλους της οικογένειας με την Ελληνική παιδεία και ήθος πάνω και πέρα από τον θάνατο συμπεριλαμβάνεται στα έντεκα γράμματα της λέξης ΔΕΛΗΜΠΟΥΡΑΣ.

Η τύχη κατόπιν αυτού του γεγονότος φάνηκε μαζί μου γενναιόδωρη. Πρίν λίγες μέρες επισκέφτηκα για κάποιο ιδιαίτερο γεγονός το χωριό Καρυές Δομοκού. Εκεί μένει με την οικογένειά του ο Βασίλης Δελημπούρας, ο άνθρωπος απόλυτος πληρωτής του πατρικού χρέους. Στο έβγα του χωριού πήγα και τον συνάντησα  σε ένα κοντινό χωράφι. Θυμήθηκα αμυδρά την φυσιογνωμία του, το πρόσωπο που δειλά  με πλησίασε τότε και μου είπε πως ο Πατέρας μου έχει ένα χρέος, και σας παρακαλώ θα ήθελα να το εξοφλήσω.
Του είπα μέσα στον πατημένο αγρό ποιος είμαι και για ποιόν λόγο τον επισκέφτηκα. Μου έσφιξε το χέρι με μια δύναμη που δεν δυσκολεύεσαι να διακρίνεις την ευθύτητα, το ειλικρινές του χαρακτήρα και την αποφασιστικότητα για την πρόθεση φιλίας.

Ο Βασίλης Δελημπούρας σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρονών ζεί σήμερα στα χωράφια του τριγυρισμένος από την αγάπη της οικογένειάς  του και ένα μεγάλο ποιμνιοστάσιο. Καθάριος όπως τότε, πρίν σαράντα ένα χρόνια. Ζεί από τα χέρια του και τη δουλειά του χωρίς τις χάρες κανενός.

Όσες πίκρες κι αν πέρασα σαν άνθρωπος, έρχονται στιγμές που αισθάνομαι και το χάδι της τύχης. Δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις στο βιογραφικό σου γραμμένο πως στις δέκα Οκτωβρίου του 2014 σου έσφιξε το χέρι ο Βασίλης Δελημπούρας, ο άνθρωπος του ακρότατου ήθους. Ε, όχι, δεν είναι μικρό πράγμα, είναι υψίστη τιμή για μένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π