Δεν θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα αδιαφορούν η θα το παρακολουθούν έντρομοι
Και όταν δεν αδιαφορούν να το χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα το θαυμάζουν, θα συμμετέχουν, θα δημιουργούν και θα οραματίζονται ένα καλύτερο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΥΡΙΟ μαζί μας

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Τον τελευταίο καιρό, γινόμαστε κοινωνοί πολλών "προφητών" που είχαν "προβλέψει" τι θα γίνει στην πατρίδα μας. Έτσι γίνεται συνήθως.."Προφήτες" θα ξεπετάγονται από παντού είτε από δόλο, είτε από σύμπτωση είτε από ...συμμετοχή.  Οι Έλληνες Εθνικιστές υπήρξαν  αυτοί όμως που και είχαν προβλέψει, όχι ως προφήτες, αλλά έχοντας αναπτύξει πολιτική διορατικότητα μέσω της ιδεολογίας του ελληνικού εθνικισμού που μας οδηγούσε να βλέπουμε τα πολιτικά δρώμενα και τις εξελίξεις μέσα από το πρίσμα του εθνικού συμφέροντος και όχι του προσωπικού που ούτως ή αλλιώς δεν συνάδει με τον εθνικιστή,  αλλά και είχαν αντισταθεί με Αγώνες σε αυτή την μεταπολιτευτική λαίλαπα που σαν καρκίνωμα έτρωγε την σάρκα της Ελλάδας και του Ελληνισμού. Ο Ελληνικός λαός παραδομένος στα ψέματά τους αλλά και καθησυχασμένος στην προσωρινή του ευδαιμονία και σε μόνιμη παρακμή εθελοτυφλούσε και δεν μπορούσε να δει τι του ετοίμαζαν το πολιτικό σύστημα και οι εντολοδόχοι προδότες που εξέλεγε κάθε 4 χρόνια. Μέχρι που το σχέδιο της μεταπολιτευτικής δικτατορίας άρχισε να υλοποιείται εδώ και μια πενταετία. Με την τακτική της μεθόδου του «σαλαμιού» όλα τα πολιτικά κόμματα άρχισαν να εκτελούν το σχέδιο της καταστροφής του Ελληνισμού και της Ελλάδος, αποδεικνύοντας και στους εναπομείναντες λιγοστούς αδαείς,  πως δεξιά και  αριστερά είναι το ίδιο και το αυτό και πως εξυπηρετούν τόσα χρόνια μόνο το ανθελληνικό τους έργο. Ο Εθνικισμός το μοναδικό και τελευταίο ανάχωμα στην εθνική καταστροφή.

Σήμερα αναδημοσιεύουμε μια παλαιότερη δημοσίευσή μας από το βιβλίο της Τασίας Γιαννουδάκη  «Το προδομένο τραγούδι» τον πρόλογο αλλά και τον επίλογο όπου αν τον διαβάσετε θα νομίσετε πως γράφτηκε εχθές το πρωί και όμως έχουν περάσει 55 χρόνια αφού γράφτηκε το 1964!!     

 Το 47 σελίδων βιβλίο της Τασίας Γιαννουδάκη δεν αναφέρεται σε ένα φανταστικό διήγημα αλλά σε μια αληθινή ιστορική στιγμή μιας πατριωτικής οργάνωσης νέων ανθρώπων (55) χρόνια πριν!!( 1964) Το συγκεκριμένο βιβλίο ήρθε στα χέρια μου σχεδόν πριν από 25 χρόνια όταν ακόμα «ψαχούλευα» στα παλαιοβιβλιοπωλεία του Μοναστηρακίου.
Δεν πρόκειται εδώ να αναρτήσουμε το περιεχόμενο του βιβλίου το οποίο αποτελεί μια ξεχωριστή αγωνιστική καταγραφή σε κάθε παράγραφο, που μας θυμίζει αντίστοιχες δικές μας αγωνιστικές ημέρες αρκετά χρόνια αργότερα, θα περιορισθούμε στην ανάρτηση του προλόγου σαν μια πρώτη «γεύση» του αγωνιστικού πνεύματος που αναδύεται από το σύνολο του βιβλίου και στον επίλογο που αποτελεί μνημείο ιδεολογικής , πολιτικής ενόρασης και πρόβλεψης για όσα γίνονται.. σήμερα!!!
Να σημειώσω εδώ ότι το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον επικεφαλής τότε της συγκεκριμένης οργάνωσης   Μάνο Φαλτάϊτς τον οποίο έτυχε πριν από πολλά
χρόνια να γνωρίσω, επίσης να πω ότι λίγα ίσως ακόμη αντίτυπα μπορεί να υπάρχουν στον εκδοτικό οίκο ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ τηλ. 210-3634932 Μαυρομιχάλη 86
Σπύρος Παπαδόπουλος      

ΤΟ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πρόλογος


Ο ΧΡΟΝΟΣ έχει περάσει, σήμερα, πάνω άπό γεγονό­τα, πρόσωπα, καταστάσεις, πράξεις, επιδιώξεις, επι­τυχίες, αποτυχίες, πάνω άπό τούς πόθους καί τδ πάθος.
Ό χρόνος πέρασε. "Ολα κατακαθήσανε πιά, τώρα. Τό κάθε τι φαίνεται, καθαρά, κάτω άπό τό πρίσμα το αντι­κειμενικού καί του όρθού λόγου. Κι' είναι, τώρα, ίσως πού μπορείς να κρίνης καθαρά κι' έξω άπό τήν επήρεια τών οποιωνδήποτε γεγονότων καί τών οποιωνδήποτε καταστά­σεων. Γιά τούτο καί ή κρίση πιό άλάθευτη κι' ό λόγος πιό καθαρός.

"Ομως, σάν έρχονται οί μνήμες, πάλι, κείνου του καιρού, μέ τό γλυκοψιθύρισμα τής πρώτης νιότης, τής πρώτης χαράς καί τής πρώτης συγκίνησης, νοιώθω μιά γλύκα, μιά νοσταλγία άπροσμέτρητη, γιά κείνο τόν καιρό, γιά κείνα τά λόγια, γιά κείνες τις πράξεις.
Τούς συνάντησα στου δρόμου τά μισά καί πιό πολύ α­κόμα. Είχανε, στά μάτια, τό δυνατό φέγγος τής Πίστης, τής Πίστης στά ΰπεργήΐνα. Καί τά χείλια τους γελούσανε τή βεβαιότητα του αύριο. Τούς αγάπησα, τούς πόνεσα, τούς ένοιωσα, έμεινα μαζί τους, έγινα ένα μ' αυτούς, ένα μέ τόν εαυτό τους. Πάσχιζα πάντα νά τούς φτάσω, γιατί τό διάστημα πού μας χώριζε ήτανε πολύ, πάρα πολύ. Εϊχανε κάνει, βλέπεις, τά μισά τοϋ δρόμου...
"Ολοκληρωμένοι σάν τούς γνώρισα πιά, μέ τή σφραγίδα τής αρχόμενης ωριμότητας.

"Ητανε κείνοι, οί σύντροφοι, τ αδέλφια πού ήθελα. Χρόνια καΐ χρόνια τους καρτερούσα, τους ονειρευόμουνα στις ώρες τών νυχτερινών δραμάτων.
Σέ μια εποχή όπου ή κάθε πίστη καΐ τό κάθε ιδανικό καταρρέει, όπου οι καθιερωμένες αξίες σβήνονται, για να πάρη τή θέση τους τό κενό, δημιουργήσανε ένα στήριγμα, μια βάση, ένα «πιστεύω», ένα σκοπό:
Τή συγκεκριμένη καΐ  άπτή πίστη πού γίνεται πράξη.
Σέ μιά Ελλάδα προδομένη, παραρριγμένη, αποδιωγμέ­νη άπό εχθροΰς και φίλους, απαρνημένη άπό τά ϊδια τά παιδιά της, άγωνιστήκανε για ν' άνασκαλέψουνε ένα με­γαλείο ξεχασμένο κι' άπό καιρό περιγελασμένο: Τό μεγα­λείο τής μοναδικής καΐ ανεπανάληπτης Ελλάδας. Τής φωτοδότρας καΐ παγκόσμια σεβαστής.
Για τοϋτο τούς αγάπησα, έμεινα μαζί τους καΐ πάσχισα νά γίνω ένα μ' αυτούς...

Επίλογος


ΗΤΑΝΕ χτές βράδυ. Ό βοριάς. Άριές ψιχάλες.
Περπατούσα καΐ το πλήθος συνωστιζότανε, σκουντουφλοΰσε πάνω μου σαν κάθε βράδυ, σάν κάθε μέρα. Μά το χτές ήτανε άλλο. Δέν έμοιαζε τις μέρες πού περνοϋνε, γλι­στρούνε, χάνονται.
"Ητανε πάλι ή μέρα μας. Τό δικό μας «σήμερα». Τ' άναμμα τής δάδας ξανά, τά σταθερά βήματα γιά τή συνέχισι τοϋ άγώνα.
ΚαΙ δέν έβλεπα, δέν άκουγα, δέν ένοιωθα το πλήθος πού σπρωχνότανε, πού βομβοϋσε, τ' αυτοκίνητα που τρέ­χανε· δέν ένοιωθα τΙς ψιχάλες τής βροχής, τό βράδυ που κυλούσε καΐ έφευγε στιγμή τή στιγμή.
Νά' ύστερ' άπό λίγη ώρα πάλι θάμαστε όλοι «έμεϊς», όπως πρώτα, όπως τότε, μαζί, μιά σκέψη, μια μια ψυχή ζωή, ένας άνθρωπος.
"Εσφιγγα τά χέρια μέσ' τις τσέπες τής ζακέτας μου  άπ' τήν προσπάθεια νά κρατηθώ, ένοιωθα να μουλιάζουνε οί άκρες των δακτύλων. Τά τρία χρόνια πού δέν είμαστε, πού φυτοζωούσαμε καρτερώντας, το άγχος, ή πίκρα για τήν αναγκαστική καθήλωση στήν απραξία. Τά βράδυα μέ τίς γλυκόπικρες συζητήσεις στά πάρκα καΐ τις χαμηλές ταβέρνες. ΟΙ κομμένες φράσεις. Ή αδυναμία γιά δράση. Οί μέρες πού κυλούσανε άργά καΐ ράθυμα, σάν το θολό ποτάμι στήν πλατειά κοιλάδα.
Ή αναμονή, αναμονή, αναμονή.

Προσπάθειες νά βρούμε έστω πενιχρά τά οίκονομικά μέσα, προσπάθεια να μιλήσουμε στην καρδιά των μεγαλόσχημων.
Τά όνειρα της νύχτας το θολό  ξημέρωμα της αυγής μέ τήν άπτή αίσθηση της ανημπόριας.Κι* όλο αναμνήσεις, τα, τρία αυτά, χρόνια...
Μά περάσανε.
Μέσ' τό θόρυβο, τις ανάκατες φωνές και τά στριγγλΐσματα των φρένων, ή θύμηση ξανάφερνε, μεστή άπό ζων­τάνια, στό νου μου πάλι τήν τελευταία μας συνάντηση.
"Ητανε κείνη, ή φωλιά. Ή αετοφωλιά. Τό φώς της έ­παιζε, παιγνίδιζε μέσα στην κάμαρα, γιομίζοντας χαράς φωτοσκιάσεις τά φτωχικά μας έπιπλα.
Υποσχέσεις αίσιοδοξίας ήτανε κείνο τό πρωϊνό.
Ή φωνή του άρχηγού:
«Ό νέος καιρός πρέπει νάρθή καΐ θά τόν φέρωμε...»
Τά λόγια τής πίστης καΐ τής αυτοπεποίθησης. Κι' όμως εκείνη ήτανε ή τελευταία μεγάλη μέρα στό γραφείο μας.
Τό νοίκι, τό φως, τά κοινόχρηστα. "Εξοδα χίλια δυό γιά τήν διαφώτιση, γιά τήν οργάνωση. Πώς νά κρατήσωμε;
Φύγαμε.
Ή πικρή γεύση τής ήττας. Κείνο τ' αγκάθι κάπου κοντά στό στομάχι, πού μέ ταλάνιζε, πού μάς ταλάνιζε, αυτά τά τε­λευταία χρόνια...
Δέν υπάρχει ψυχή, δέν ύπάρχεΐ ζωή, δέν υπάρχει φώς σέ τοϋτα τά πρόσωπα, σέ τοϋτο τό σήμερα, σέ τούτη τήν Ελλάδα.
Μονάχα ή ελπίδα πού καίει πάντα μέσ' τις καρδιές τών πιστών. ΣτΙς καρδιές μας.
"Ομως, ή πίκρα μετριάζει τήν αυθόρμητη έξαρση, δυνα­μώνει τήν επιφύλαξη, μικραίνει τήν απόσταση ώς τό φό­βο...

ΚΑΠΟΥ στήν άρχή τής Σταδίου. Φοβόμουνα νά φτάσω, νά άντικρυστώ μέ τήν πραγματικότητα, νά τούς δω καΐ νά μέ δοϋνε.
Τά βήματα μέ φέρανε. Μέ τον τρόμο τής επανάληψης πού δέν θέλει νάναι πιά, ποτέ πιά, αποτυχία. Ή κακοφω­τισμένη παλιά στοά. Μύριζε μπόχα, κακής ποιότητας κα­φέ, κλεισούρα.
"Ενας έκοβε βόλτες πάνω - κάτω. Μούχε γυρισμένη τή
ράχη, δέ μπορούσα νά κάνω τήν αναγνώριση. "Ηθελα νάναι
δικός μας. Μά δέν είχα τό κουράγιο νά τοΰ μιλήσω, νά
τόν άντικρύσω.         
Μέ βάραινε κείνη ή ώρα, κείνο τό βράδυ, μέ βάραινε ή ευθύνη γι' αυτά πού θάρθοΰνε. Γι αυτά πού πρέπει νά φτά­σουμε, γιά τό διάστημα πού πρέπει νά διανύσουμε, τρέ­χοντας, γιά νά κερδίσουμε τό χαμένο χρόνο.
«Τρίτος όροφος. Τελευταία πόρτα στό βάθος δεξιά».
Τά λόγια τάκουγα μέσ' τό μυαλό μου. Τούς έδινα νόημα μά δέν είχανε χρώμα. Πήρα ν' ανεβαίνω τή σκάλα. Τά μισοβγαλμένα ξύλινα σκαλοπάτια, ή αναπόφευκτη βρωμιά τών πολύ παλιών σπιτιών. Τό ξεθωριασμένο χρώμα τών τοίχων, τά νυσταλέα λαμπιόνια.
«Γραφεΐον δικηγορικόν τάδε», «Έμπορορραφεΐον δείνα».
Ό τρίτος δροφος. Σοφίτα. Σάπια σανίδια. Κρύο. Αμφί­βολο φώς. Και στό βάθος τό φωτεινό παραλληλόγραμμο τής πόρτας νά σχεδιάζεται στό σαθρό πάτωμα.
Προχώρησα οδηγημένη άπ' τό φώς.
0ι μύτες τών παπουτσιών, καπνός τσιγάρων, χαμηλές ο­μιλίες. Μπήκα χωρίς νά σκεφτούμε τίποτε, προσπαθώντας νά μή νοιώθω τίποτε.

Τά μάτια μου τούς άντίκρυσαν ένα, ένα, ή ψυχή μου τούς αγκάλιασε ένα, ένα. "Ητανε κεί. Οί ίδιοι. Οί φίλοι μου, οι αντρειωμένοι,, ο δεύτερος εαυτός μου. Σηκωθήκανε. Δώσα με τά χέρια μέ ζεστασιά, μ' αγάπη καΐ μέ απόφαση. Και μονομιάς σβήστηκαν, παραμερίστηκαν, γίνανε τίποτε, ή παλιά στενή σοφίτα, τά σκονισμένα ασήμαντα βιβλία, το σαραβαλιασμένο γραφείο, το πανάρχαιο πορτατίφ, το πα­ράθυρο πού έχασκε. Το νυσταλέο λαμπιόνι έγινε φως, στήν καρδιά μου φώς. Οι φόβοι πήρανε το δρόμο τοϋ εξόριστου. Γιατί τά μάτια τους γελούσανε, γιατί είχανε φως στήν ψυ­χή, γιατί μοΰ σφίγγανε το χέρι μέ τήν απόφαση τής πί­στης. Νά το δικό μας σήμερα. Το μέλλον πού θά πλάσουμε.
Ό αρχηγός. Πίσω άπ' το πλατύ παλιό γραφείο. Μας κοί­ταζε μέ κείνη τήν τόσο γνώριμη έκφραση τής στοργής, τής εμπιστοσύνης. Σηκώθηκε. "Απλωσε το χέρι. Λές γιά ν' άγκαλιάση, λές γιά νά γράψη στον αέρα τήν εικόνα του αύριο. Σωπάσαμε. Μά δέν μπορούσε νά μιλήση. Τά μάτια μας ύγρά. Ή καρδιά μας ζεστή. Ή πόρτα έτριξε. "Ενας κα­θυστερημένος. Ή συγκίνηση βρήκε κάποια διέξοδο. Τά λό­για πήρανε το δρόμο τής πραγματοποίησης.

—Φίλοι μου. Μεγάλη πάλι σήμερα ή ώρα τής πρώτης μετά άπό τόσο καιρό συνάντηση μας γιά δράση. Νοιώθω τή συγκίνηση σας ποΰναι καΐ δική μου συγκίνηση. Είχαμε ορκιστεί τή συνέχιση τού αγώνα γιά τό ξύπνημα τής φυλής. "Ολοι μας ζούσαμε τούτο τον καιρό μέ τ' όνειρο τής μέρας πού θά ξεκινούσαμε ξανά. Ξέρω πώς μονάχα μ' ένα όπλο θά πολεμήσωμε: Τήν πίστη. Μά ο καιρός δέν περι­μένει. Σήμερα δέν θ' ,άγωνιστοϋμε γιά νά ξεπλύνωμε μο­νάχα μιά ντροπή. Σήμερα οί ευθύνες μας ακόμα πιο μεγά­λες γιά τούτο καΐ πιό βαριές. Τήν Ελλάδα πρέπει νά σώσωμε σήμερα. Ή Κύπρος υπήρξε το πρώτο θύμα στά σκο­τεινά σχέδια των προδοτών. Σκοπός τους δέν ήταν μονάχα νά πουλήσουν τήν Κύπρο. Απλώς άρχισαν άπό κεί. Στο σχέδιο τους είναι νά ξεπουλήσουν ολόκαιρη τήν Ελλάδα. Ή νέα απειλή. "Ολοι τήν ξέρουμε. Μας καλούν νά χάσωμε τήν εθνικότητα μας, να πάψωμε να νοιαζόμαστε γιά τή φυλή μας, νά γίνωμε μιά άπλή ρωμαϊκή επαρχία μέσα στά πλαίσια του νέου κράτους πού ετοιμάζεται" τής Πανευρώπης. Ή Κοινή *Αγορά τό πρώτο τους βήμα. Νά χάσωμε τήν οικονομική μας οντότητα, νά εξαφανιστούμε κάτω άπ' τόν οδοστρωτήρα τής φραγκογερμανικής ολιγαρχίας. Νά φύ­γουν οί μισοί καΐ πάρα πάνω "Ελληνες άπ' τήν πατρίδα. Νάρθουνε Φράγκοι καΐ Γερμανοί στή θέση τους. Σάν αφεν­τικά, όμως, σά νέοι φεουδάρχες. Γι' αυτό, τώδατε, άγοράζουνε τήν ελληνική γή. Τις ακτές μας τις έχουνε πάρει σχεδόν. Ή βιομηχανία μας πολύ λίγο θά μείνη ακόμα σέ χέρια Ελλήνων. Νά μή μπορούμε νά σηκώσωμε ποτέ πιά κεφάλι. Άπλοί καΐ θλιβεροί δραγουμάνοι, ρουφιάνοι καΐ γκαρσόνια γιά τους ξένους αφέντες μας. Νά ποιό είναι τό μέλλον πού προετοιμάζουν γιά τό λαό μας. Και οί εδώ, οί ντόπιοι πράκτορες τους, βάλθηκαν, μιά ώρα γρηγορώτερα, νά σπάσουν τό ηθικό του λαού, νά τόν κάνουν νά χάση πέρα γιά πέρα τά νερά του. 

Αλλάζουν τά εγχειρίδια τής Ιστο­ρίας. Άπό τά Νεοελληνικά "Αναγνώσματα, σβήνουν σιγά -σιγά ότι έχει σχέση μέ τήν ελληνοπρεπή διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Καταργούνε ακόμα καΐ τις εθνικές μας γιορ­τές. Ή 28η Όκτωβρίου, μόνιμα πιά έχει καθιερωθή «ημε­ρομηνία εκλογών». Νά μή πάρη χαμπάρι ό κόσμος τά σχέ­δια τους. "Ετσι δουλεύουν. Σατανικά. Τά γραμματόσημα, θά τάδατε όλοι, γράφουν μέ κεφαλαία γράμματα ΕURΟΡΑ καΐ κάτω τήν επαρχία της, τήν Ελλάδα, μέ μικρά - μικρά γράμματα. Ό κοσμοπολιτισμός προπαγανδίζεται παντού, σάν τό νέο μεγάλο ιδανικό. Προπαγανδιστές καΐ πράκτορες δέν κάνουν άλλη δουλειά άπό τό νά ξερριζώνουν τήν πίστη του λαού «τή φυλή του, τήν υπερηφάνεια πούχε ώς τώρα γιά τό "Εθνος του. Ή υποταγή μας στον Πάπα, μέ τήν α­πειλούμενη ένωση τών Εκκλησιών, αποτελεί τό άλλο μεγάλο βήμα. Νά ξεκληριστή κι' ή Όρθοδοξία. Νά χάσωμε ότιδήποτε μάς ξεχωρίζει άπ' τους Φράγκους. Νά γίνωμε μιά μάζα άπό ποταμίσια κοτρόνια, χωρίς νού, χωρίς θέληση, χωρίς προσωπικότητα. Για νά μποροϋν να μάς φάνε καΐ νά μάς χωνέψουν καλλίτερα οΐ λύκοι τής Πανευρώπης. Κι' είναι πολλοί οί εχθροί αυτή τή φορά. Δέν έχουμε νά κάνωμε μονάχα μέ τήν αδιαφορία τοϋ κόσμου. Όργανωμένα κινούνται εκατοντάδες μεγαλόσχημοι πληρωμένοι από τούς ξένους. 
Κι' έχουν πετύχει ως τώρα πολλά. "Ο Αννίβας δέν βρίσκεται πρό των πυλών. Ό εχθρός δρά μέσα άπό τά τείχη τής πόλης. Για τοϋτο ο αγώνας άφάνταστα δύσκολος. Γιά τοϋτο ή πίστη μας ακόμα πρέπει νά γίνη πιό μεγάλη. Γιά τούτο ή άπόφάσή μας νά γίνωμε φράχτες στον μανιασμένο προδοτικό χείμαρρο πρέπει νά είναι απύθμενη. Νά ο καινούργιος αγώνας. Ή συνέχεια του παλιού.
Είχαμε όρκιστή όλοι μαζί τότε. Τόν ϊδιο όρκο πρέπει νά δώσωμε σήμερα. Νά ξυπνήσουμε τό λαό άπ' τή νάρκη του. Νά ξυπνήσωμε τόν γίγαντα πού, κοιμισμένος καθώς είναι, κινδυνεύει νά φαγωθή άπ' τά τσακάλια καΐ τά σκουλήκια. Νά σαλπίσωμε παντού τό μέγα μήνυμα: θυμάστε τήν παλιά μας υπόσχεση;
 Ό νέος καιρός πρέπει νάρθη, καί θά τόν φέρουμε.  






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π