Η σύλληψη κι η εκτέλεση
Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν
21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο
ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε
κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με
την συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια.
Όχι ότι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σαν μια περιττή πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και
ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της,
φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά
που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό.
Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να
αναγγείλει στην οικογένεια Παπαδάκη ότι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν
κουνουπίδια, αν ενδιαφέρονταν ν’αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η
περιποιημένη εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα
ήταν έτοιμη. Η Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της
απάντησε γαλλικά: