Δεν θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα αδιαφορούν η θα το παρακολουθούν έντρομοι
Και όταν δεν αδιαφορούν να το χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα το θαυμάζουν, θα συμμετέχουν, θα δημιουργούν και θα οραματίζονται ένα καλύτερο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΥΡΙΟ μαζί μας

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Πως φτάσαμε ως εδώ; (Του Δημήτρη Δρoύκα)


Μία σκιαγραφία του καθεστώτος από τον Δημήτρη Δρούκα

Εννέα χρόνια από την έναρξη της εποχής των Μνημονίων και η Ελλάδα μετράει μόνον πληγές. Αυτά τα 9 χρόνια είδαμε τη χώρα να χάνει το 25% του ΑΕΠ της , την ανεργία να εκτοξεύεται από μονοψήφιο αριθμό στο 30% και τους φόρους να εξανεμίζουν το πραγματικό εισόδημα των πολιτών.
Είδαμε αξιοπρεπείς επαγγελματίες να συνθλίβονται, υγιείς επιχειρήσεις να κηρύσσουν πτώχευση, την αγορά να βυθίζεται σε πρωτοφανή αποτελμάτωση και τη μεσαία τάξη να γονατίζει. Άνθρωποι δημιουργικοί και ιδίως νέοι τσακίστηκαν από την ανεργία και αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό για να ζήσουν αξιοπρεπώς.

Όμως κάποιοι από εμάς, θέλουν να μην μένουν στην απλή περιγραφή για το σήμερα, αλλά να αξιοποιήσουν το πικρό μάθημα της κρίσης ώστε να βγάλουν κάποιο ευρύτερο πολιτικό συμπέρασμα. Τί έφταιξε τελικά και φτάσαμε ως εδώ; Χρεωκοπημένοι, ταπεινωμένοι, εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδα.
Πρέπει να το μάθουμε αυτό ώστε να μη χρειαστεί να ξαναπεράσουμε τα ίδια.
Τα πράγματα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά μία σειρά επιλογών που σε πολιτικό επίπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης διαμόρφωσαν αργά αλλά αιτιακά μία ορισμένη συνθήκη η οποία οδήγησε κατά τρόπο αναπόδραστο, τον Ελληνικό λαό στη χρεωκοπία και την εξάρτηση…


Η διάλυση της παραγωγικής βάσεως.
Η Ελλάδα άλλαξε ριζικά την παραγωγική της φυσιογνωμία από το 1974 μέχρι σήμερα. Μία σειρά μεγάλων εταιριών όπως η Ιζόλα, η Πειραϊκή Πατραϊκή, η ΧΡΩΠΕΙ έκλεισαν.
Η Ιζόλα, ιδρύθηκε το 1930 από πρόσφυγες Μικρασιάτες. Ξεκίνησε με την κατασκευή μονωτικών σωλήνων και σιδηροσωλήνων και κατόρθωσε να κατασκευάσει το πρώτο ψυγείο και την πρώτη κουζίνα ελληνικής κατασκευής στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Ελλάδα διέθετε πλέον τις δικές της οικιακές συσκευές και η Ιζόλα "έφερε τον πολιτισμό στο σπίτι." …Αφού μετονομάσθηκε σε ΕΛΙΝΤΑ για να διασωθεί δεν τα κατάφερε τελικά, χαρακτηρίσθηκε "προβληματική επιχείρηση" το 1986 και το 1991 χρεωκόπησε.
Παράλληλη πορεία ακολούθησαν και τα ΧΡΩΠΕΙ (Χρωματουργεία Πειραιώς) τα οποία ξεκίνησαν ως μία πρωτοποριακή οικογενειακή επιχείρηση με ιδρυτή τον Σπήλιο Οικονομίδη ο οποίος είχε σπουδάσει χημικός στη Γερμανία και είχε συνεργαστεί με τον Adolph Bayer ιδρυτή της γερμανικής φαρμακοβιομηχανίας. Η εταιρία παρήγαγε κυρίως χρωστικές ουσίες πολύτιμες για την υφαντουργία αλλά και για ένα σωρό βιομηχανικές εφαρμογές. Παρήγαγε επίσης, ενδιάμεσες ύλες όπως φάρμακα, αμμωνία, ελληνική ασπιρίνη και υδρόφιλο βαμβάκι. Το εντυπωσιακό είναι ότι είχε αναπτύξει ένα πολύ οργανωμένο δίκτυο εξαγωγών κυρίως προς ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, χώρες οι οποίες τότε δεν διέθεταν εργοστάσια παραγωγής χρωστικών ουσιών(…)
Τα Χρωματουργεία Πειραιώς "κρατικοποιήθηκαν" με τη μετονομασία τους σε Ελληνική Βιομηχανία Προϊόντων Υγείας και έκλεισαν οριστικά το 1995.
Το δε παράδειγμα της Πειραϊκής Πατραϊκής είναι χαρακτηριστικό.
Μία εξελιγμένη για τα ελληνικά οικονομικά δεδομένα εταιρία άρχισε να λειτουργεί στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και έφτασε το 1960 να απασχολεί
4.000 εργαζομένους σε 5 σύγχρονες για την εποχή βιομηχανικές μονάδες.
Κατάφερε να διέλθει με επιτυχία το κραχ του 1929 (!) τον πόλεμο και την κατοχή και να εδραιωθεί ως επιχείρηση διεθνούς κύρους στη δεκαετία του 1960.
Στη Μεταπολίτευση όμως, οι μαζικές απεργίες κατά τις πρώτες κυβερνήσεις Καραμανλή, η απώλεια εμπιστοσύνης των Ελλήνων επιχειρηματιών στις προθέσεις της Κυβέρνησης, που εκείνη την εποχή προσέβλεπε σε κρατικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και η έλευση του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία με τις γνωστές κομματικές επιδιώξεις, οδήγησαν τον πάλαι ποτέ κολοσσό στην εξαγορά του από το Δημόσιο.
Ο Φαίδων Στράτος, ιδιοκτήτης της εταιρίας εκείνη την εποχή είχε δηλώσει: «Το βαθύτερο σκεπτικό του ΠΑΣΟΚ είναι να ελέγχει τη βιομηχανία. Το ίδιο έκανε σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς. Στη δική μας περίπτωση, η κυβέρνηση επέβαλε αναγκαστική αύξηση του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να μην έχουμε την πλειοψηφία.»

Μία ακόμη πονεμένη ιστορία είναι εκείνη των ναυπηγείων Σκαραμαγκά που ιδρύθηκαν το 1956 από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο. Γνώρισαν εποχές μεγάλης ακμής μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μάλιστα η περίοδος από το
1967 έως το 1980 χαρακτηρίστηκε ως η ώριμη περίοδος των ναυπηγείων αφού εκείνη την εποχή λόγω της κρίσης στο Σουέζ είχε ξεκινήσει η ναυπήγηση ολοένα και μεγαλύτερων πλοίων που αντικατέστησαν τα Λίμπερτι.
Τελικά και αυτά το 1985 πέρασαν στον έλεγχο του κράτους. Είχε προηγηθεί η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η απόρριψη κάθε πρότασης για εξυγίανση που γινόταν από τους ιδιοκτήτες και εν τέλει μετά και μία μακρά περίοδο απεργιών και κινητοποιήσεων τα ναυπηγεία έκλεισαν.
Παράλληλες ιστορίες που δείχνουν καθαρά τί συνέβαινε στην Ελλάδα πολύ πριν οδηγηθούμε στα σημερινά αδιέξοδα.

Η σχέση ανάμεσα σε εργαζομένους στον τομέα της βιομηχανίας και βιοτεχνίας και σε εκείνους στο Δημόσιο αντιστράφηκε απολύτως. Από το ένα εκατομμύριο εργαζόμενους στη βιομηχανία και βιοτεχνία μέσα σε λίγα χρόνια πήγαμε στις τριακόσιες χιλιάδες και οι Δ/Υ αυξήθηκαν από τις 300.000 στο ένα εκατομμύριο. Τριπλασιάστηκαν δηλαδή οι δαπάνες που φορτώθηκε ο φορολογούμενος, ενώ την ίδια στιγμή οι καθαροί πόροι από τα εμβάσματα των εξαγωγών έμελλαν σχεδόν να εξαλειφθούν.

Η διάλυση της κτηνοτροφίας και γεωργίας.
Η αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή υπέστη καθίζηση διότι χιλιάδες αγροτικές οικογένειες εγκατέλειψαν την γη τους για να διοριστούν στο Δημόσιο.
Πολλά τα παραδείγματα από χωριά ολόκληρα που αφήναν το Τυμπακι ή τη Λάρισα για να εγκατασταθούν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Έτσι πέρα από τα εξαγώγιμα προϊόντα χάσαμε και την αυτάρκεια σε βασικά είδη διατροφής όπως το μοσχαρίσιο κρέας και το αγελαδινό γάλα αφού κάνεις πλέον δεν υπήρχε για να τα φροντίσει.
Όμως αυτά δεν έγιναν τυχαία και μοιραία. Η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος στη χώρα μας υπονομεύτηκε από την αρχή της εντάξεως στην τότε ΕΟΚ. Η ποσόστωση η οποία ανερχόταν σε 629.000 τόνους απετέλεσε τον υπ’ αριθμόν 1 ανασταλτικό παράγοντα για την αγελαδοτροφική εκμετάλλευση. Την ίδια ώρα οι βιομηχανικές χώρες του βορρά είχαν ανώτατο όριο παραγωγής 15.000.000 τόνους. Η ποσόστωση εμπόδισε το μεγάλωμα των ελληνικών μονάδων μέσα από το οποίο εκσυγχρονίζονται οι κτηνοτροφικές επιχειρήσεις και μειώνεται το κόστος παραγωγής. Μία μικρή υπέρβαση της τάξεως των 14.000 τόνων μόνο μία χρονιά ήταν αρκετή για να επιβληθεί πρόστιμο μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ στις αγελαδοτροφίες επιχειρήσεις. Μεγάλος χαμένος αυτών των εξελίξεων οι υπολογίσιμες μονάδες παραγωγής γάλακτος της κεντρικής Μακεδονίας.
Ειρωνεία της τύχης; Μοιραίος Υπουργός Γεωργίας τα πρώτα χρόνια της συμμετοχής μας στην ΕΟΚ ήταν ο Κώστας Σημίτης ο οποίος απεδέχθη ακόμη πιο ασφυκτικές ποσοστώσεις για την Ελλάδα όταν κατέβασε το όριο παραγωγής στους 525.000 τόνους γάλακτος.

Δε βλέπαμε τί ερχόταν ή κάναμε πως δεν το βλέπαμε;
Όμως την ώρα που διαλυόταν ο παραγωγικός ιστός υπήρχε το περιθώριο μιας υγιούς οικονομίας που δεν ήταν ακόμη φορτωμένη με υπέρογκα χρέη και ελλείμματα, υπήρχε ακόμη πλούτος συσσωρευμένος από τις γενεές του 50 και του 60.
Ενώ και οι Έλληνες δεν είχαν ως λαός αναπτύξει τους καταναλωτικούς εθισμούς που ανέπτυξαν εν συνεχεία. Η κουλτούρα του λαού δεν είχε μπολιαστεί με το δανεισμό. Στα σχολεία διδασκόταν η αποταμίευση ως αρετή και στην κοινωνική ζωή επικρατούσε το πρότυπο των νοικοκυρεμένων οικονομικών σε συνδυασμό με την αρετή της εργασίας ως ανάγκης για τον άνθρωπο που ήθελε να προοδεύσει και να καταξιωθεί μέσα σε αυτήν. Δεν υπήρχαν οι μαζικές καταναλωτικές συνήθειες των δεκαετιών του 80 και του 90 που έρχονταν να υπεραναπληρώσουν την αίσθηση της οικονομικής στασιμότατος ή της προσωπικής ανεπάρκειας. Δεν υπήρχε φυσικά η εμπειρία της πιστωτικής επέκτασης που γέννησε σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κάποιος να απολαμβάνει χωρίς να εργάζεται ή ότι μπορεί να καταναλώνει όλα όσα επιθυμεί ανεξάρτητα από το πόσα παράγει.
Η πολιτική της δεκαετίας του 80 συνδύασε 2 πράγματα: Αφενός οχλοκρατικές απόψεις στην οικονομική φιλοσοφία που διαδοθήκαν γρήγορα και επικινδυνά και άλλαξαν τον αξιακό κώδικα της ελληνικής κοινωνίας και ταυτόχρονα μία υλική προϋπόθεση που άλλαξε το παραγωγικό/καταναλωτικό πρότυπο : Τον ανεξέλεγκτο δημόσιο δανεισμό και την έξαρση της εισροής κεφαλαίων και αγαθών.
κινητοποιήσεις και καταλήψεις στην ΧΡΩΠΕΙ
Με άλλοθι την καταπίεση δικαιολογήθηκαν οι πιο εξωφρενικές πολιτικές παροχών, όλες βασισμένες σε ένα σχέδιο εντελώς ανεξάρτητο από τις ανάγκες της χώρας, αλλά προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αναδυόμενης εξουσίας.
Η δεκαετία του 1980 συνολικά ήταν μία χαμένη δεκαετία σύμφωνα και με τη γλώσσα των αριθμών. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης κινήθηκε στο 1% - όταν δεν ήταν σε ύφεση - ενώ ο πληθωρισμός είχε σκαρφαλώσει στο 20%. Οι επενδύσεις έπεσαν από το 30% σε ποσοστό επί του ΑΕΠ στο 9%, ενώ το χρέος έφθασε μέσα σε λίγα χρόνια από το 17% του ΑΕΠ στο 90%...
Αυτές οι σοβαρές παθογένειες μόνο πρόσκαιρα περιορίστηκαν με τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ ενόψει του δημοσιονομικού πειράματος της Ευρωζώνης τις επόμενες δύο δεκαετίες με την έννοια ότι το χρέος παρέμεινε σχετικά σταθερό στο 100% του ΑΕΠ. Ο Μ.Ο. του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης στα επίπεδα του 3.4% για τη χρονική περίοδο από το 1990 μέχρι το 2008 δε μπόρεσε να σταματήσει τον κατήφορο του χρέους και των ελλειμμάτων διότι η παραγωγή είχε πλέον εκμηδενιστεί.

Ακόμη και αυτή η χωλή ανάπτυξη επιτυγχανόταν κατά κύριο λόγο από τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών και φυσικά έπρεπε να αντισταθμιστούν πολύ μεγαλύτερες και πολύ πιο μόνιμες στρεβλώσεις, ειδικά εκείνες που αφορούσαν το εμπορικό ισοζύγιο και την δυσχερέστατη πληρωμή των τόκων και χρεολυσίων. Αποστερημένοι πλέον από κάθε έννοια παραγωγικής βάσης είχαμε πλέον γίνει τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Όμως δεν ήταν μόνον η δεκαετία του 1980 που ήταν καταστροφική.

Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από δύο εκκωφαντικά παραδείγματα αποβιομηχάνισης στο χώρο της παραγωγής ελαστικών αυτοκινήτων. Ιστορικό θα παραμείνει το παράδειγμα της Pirelli, η οποία έβαλε λουκέτο στο εργοστάσιο της Πάτρας κυριολεκτικά μέσα σε ένα βράδυ το καλοκαίρι του 1991. Η διοίκηση οδηγήθηκε σε αυτήν την απόφαση εξαιτίας των πολυήμερων απεργιακών κινητοποιήσεων που οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις εργοδοτών - εργαζομένων.
Αποτέλεσμα ήταν 500 άνθρωποι να μείνουν χωρίς δουλειά. Η εταιρεία μετανάστευσε στην Τουρκία και συνέχισε εκεί τις δραστηριότητές της. 5 χρόνια αργότερα η αμερικανική Goodyear με έδρα το Οχάιο, αποφάσιζε επίσης λουκέτο για το εργοστάσιο της Goodyear Hellas στη Θεσσαλονίκη, το μοναδικό εργοστάσιο ελαστικών που είχε απομείνει εδώ.

Τη δεκαετία του 1990 είχαμε επίσης τα λουκέτα στη Διεθνή Βιομηχανία Ενδυμάτων στην Καλαμάτα, στη Λαυρεωτική, στην ακτοπλοϊκή εταιρεία ΔΑΝΕ. Επίσης είχε ξεκινήσει η κατάρρευση της ιστορικής καπνοβιομηχανίας Κεράνης, ενώ οι όμιλοι Λαναρά – Αργυρού ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους γράφοντας ουσιαστικά τον επίλογο της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας.
Χαρτοποιία Αιγίου
Η εταιρία «Λαδόπουλου» (1.200 εργαζόμενοι)και η «Χαρτοποιία Αιγίου»
(550 εργαζόμενοι) ήταν μερικά μόνο
παραδείγματα χρεωκοπίας παραδοσιακών χαρτοβιομηχανιών που είτε έκλεισαν οριστικά είτε εντάχθηκαν στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που αποτέλεσε το όχημα της κυβέρνησης για να οδηγήσει στον κρατικό έλεγχο, την αρπαγή και τη λεηλασία το πιο σφριγηλό κομμάτι της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προχωρούσαν ακάθεκτες στο πρόγραμμα «εξυγίανσης» των επιχειρήσεων. Συνέστησαν τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων εντάσσοντας σ΄αυτόν έναν μεγάλο αριθμό σημαντικών βιομηχανικών μονάδων, τις οποίες χαρακτήρισαν «προβληματικές».
Αυτή η δόλια μέθοδος αποσκοπούσε να πείσει την κοινή γνώμη ότι όλα γίνονται για τον έλεγχο των εθνικών πόρων και την ανακατανομή του πλούτου.
Κάθε επιχείρηση που κρινόταν επιβαρυντική για την οικονομία της χώρας κυκλωνόταν.
Σε κάθε «προβληματική» επιχείρηση εφαρμοζόταν καθεστώς διαχειριστικών ελέγχων και ανάληψη δήθεν πρωτοβουλιών για την "εξυγίανσή" της. Το κομματικό κράτος άρχιζε να κατασπαράσσει την φτιαγμένη με κόπο ελληνική βιομηχανία.
Συσσωρευμένη πείρα δεκαετιών χανόταν και κρατικοί αξιωματούχοι καμάρωναν.
Αυτό το "πρόγραμμα εξυγίανσης" μάλιστα προβλήθηκε στα μάτια της κοινής γνώμης «ως πολύ αποδοτικό» ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της ελληνικής επιχείρησης.
Οι βιομηχανίες που εντάχθηκαν στον ΟΑΕ άρχισαν να υπολειτουργούν, τα χρέη τους να διογκώνονται και -το χειρότερο- να φορτώνονται στους ώμους του Ελληνικού Δημοσίου. Ο ΟΑΕ σταμάτησε να λειτουργεί μόλις το 2002 αφού πρώτα χρεωκόπησε την ΑΓΕΤ Ηρακλής, την Αθηναϊκή Χαρτοποιία, η Πειραική Πατραϊκή, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, την ΦΙΞ, την Τρία Έψιλον, την Κεραφίνα, την ΜΕΛ, την ΠΥΡΚΑΛ, την εταιρεία Μακεδονικοί Λευκόλιθοι κλπ.
Τα παραδείγματα ισχυρών παραγωγικών μονάδων που έκλεισαν ή μεταφέρθηκαν σε Βουλγαρία, Τουρκία μέχρι και την Αλβανία δεν έχουν τελειωμό :
Το κλείσιμο της «Ελλάς ΑΕ» (120 εργαζόμενοι)η μεταφορά των δραστηριοτήτων της πολυεθνικής «Barilla» ,το τέλος της μονάδας ενδυμάτων «Ρετσίνα»
(300 εργαζόμενοι) , της καλτσοβιομηχανίας «Μάντισον» (250 εργαζόμενοι), της οινοποιίας «ΒΕΣΟ» (300 εργαζόμενοι) και της «Ντρέσκο»
(200 εργαζόμενοι) είναι μερικά ακόμη παραδείγματα από γνωστές εταιρείες που δεν γλίτωσαν από το κυνήγι της κρατικής λεηλασίας.
Τα τελευταία 17 χρόνια που συμπίπτουν με την παρουσία της χώρας μας στο ευρώ χρεοκόπησαν οι παραγωγικές εταιρείες του ομίλου Πετζετάκη, η σιδηρουργία Δάριγκ της εταιρείας Ξιφίας, η Χαρτοποιία Θράκης (Diana) του Π. Ζερίτη, η οποία, εκτός από το εργοστάσιο στην Ξάνθη, είχε εγκαταστάσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Πάτρα και Ηράκλειο Κρήτης.
Από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα η ιστορική βιομηχανία ξύλου Shelman με το εμβληματικό σήμα του Ελέφαντα και με τα εργοστάσια κόσμημα σε Χαλκίδα και Κομοτηνή.
Και φυσικά η Ολυμπιακή η οποία αποτελεί μία κατηγορία μόνη της.
Πωλήθηκε ως ΤΑΕ από το κράτος στον Αριστοτέλη Ωνάση και μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε εταιρία κολοσσό. Συνέδεσε τη Θεσσαλονίκη με ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και την Αθήνα με Τόκιο, Μελβούρνη, Νέα Υόρκη.
Είχε ξεκινήσει το παρθενικό της ταξίδι ως Ολυμπιακή τον Απρίλιο του
1957 με δύναμη προσωπικού τα 835 άτομα. Το 1976 όμως πέρασε στον έλεγχο του Δημοσίου και μέσα σε 5 μόλις χρόνια το 1981 το προσωπικό της αυξήθηκε στα 3.900 άτομα. Το συνδικαλιστικό όργανο της Ολυμπιακής ήταν από τα πιο ισχυρά όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα των πολυήμερων και σκληρών απεργιών. Το Δεκέμβριο του 1977 ξεκίνησε μία απεργία
35 ημερών που διεκδικούσε νέα μισθολόγιο και συνταξιοδοτικό, αιτήματα που ικανοποιήθηκαν όλα μέχρι κεραίας.
Μέσα σε άλλα 5 χρόνια το προσωπικό ανήλθε στους 9.960 εργαζομένους και τα πρώτα σημάδια κάμψης άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα αφού η κίνηση άρχισε να μειώνεται και οι επιβάτες επέλεγαν πλέον άλλες εταιρίες για να φθάσουν στον προορισμό τους.
Οι απεργίες της Ολυμπιακής τη δεκαετία του 1980 θα μείνουν στην ιστορία καθότι τα αιτήματά των εργαζομένων της ικανοποιήθηκαν και πάλι στο ακέραιο με προσωπική παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Τα αποτελέσματα λίγο πολύ γνωστά σε όλους :
Ελλείμματα της εταιρίας σε κάθε πτυχή της δραστηριότητάς της, πλεονάζον προσωπικό που έφθασε μέχρις τις 20.000 εργαζομένους το 2000, ταλαιπωρία στους επιβάτες από τις συχνές απεργίες, καθυστερήσεις και ακυρώσεις πτήσεων.
Όργιο κομματικών διορισμών και διασπάθισης εθνικών και κοινοτικών πόρων καταγγελίες από ανταγωνίστριες εταιρίες για παράνομες κρατικές ενισχύσεις που νόθευαν τον ανταγωνισμό, διερεύνηση της υπόθεσης και πρόστιμα από την ευρωπαϊκή επιτροπή και εν τέλει συρρίκνωση των δρομολογίων και συσσώρευση ενός τεράστιου χρέους που βάρυνε για μία ακόμη φορά τον Έλληνα φορολογούμενο. Μετά από δύο απόπειρες αποκρατικοποίησης που απεδείχθησαν φιάσκο κατόρθωσε τελικά να βρεθεί αγοραστής το 2009. Στον ΟΣΕ και στον ΟΤΕ τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά. Μόνο στον ΟΣΕ συσσωρεύθηκαν χρέη που ξεπέρασαν τα δέκα δις ευρώ εν έτει 2010. Χρειάστηκαν κυβερνήσεις επί κυβερνήσεων για να εκπονήσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξυγίανσης ώσπου να πειστεί κάποιος ξένος επενδυτής να τον αγοράσει για ένα κομμάτι ψωμί. Μπορεί η Ευρώπη να έδωσε το πράσινο φως για τα σχέδια αυτά, αλλά τελικά και αυτός ζημίωσε τον Έλληνα φορολογούμενο με βάρος ίσο με τον ΕΝΦΙΑ τεσσάρων ετών.


Οι πρώην μαρξιστές του ΠΑΣΟΚ έβλεπαν στον κόσμο των επιχειρήσεων όχι μόνον τους παλαιούς ψυχολογικούς τους εχθρούς αλλά και ένα θησαυροφυλάκιο που μπορούσαν να το ρημάξουν για να κάνουν εκλογές, να κερδίσουν την εξουσία και να διατηρηθούν εκεί. Από την άλλη μεριά μία Νέα Δημοκρατία φοβική και ενοχική που υποκλινόταν στους αγώνες της Αριστεράς αδυνατούσε πια να αντισταθεί ουσιαστικά, διότι προτεραιότητά της ήταν να πείσει ότι δεν θυμίζει σε τίποτε την Δεξιά του 60.

Με τα κόμματα να αλλάζουν αποχρώσεις αλλά πάντα να επαγρυπνούν για την αναπαραγωγή του εαυτού τους, με την κοινωνία σε αξιακή σύγχυση και την Ελλάδα στο περιθώριο διαμορφώθηκε η ιδανική συνθήκη για να αναπτυχθούν φαινόμενα λεηλασίας του εθνικού πλούτου σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να υπήρξε ο πρωταγωνιστής αλλά όλοι είχαν μερίδιο στη μοιρασιά. Η διακομματική συναίνεση άνοιξε το δρόμο στην γενικευμένη διαφθορά και συναλλαγή μεταξύ κομμάτων και κρατικών αξιωματούχων, μεταξύ κρατικών αξιωματούχων και ευρωπαίων εταίρων, μεταξύ ψηφοφόρων και κομματικών παραγόντων.
Η αρπαγή δεν περιορίστηκε μόνο στον κόσμο των επιχειρήσεων, αλλά επεκτάθηκε και στα ασφαλιστικά ταμεία. Το πλέον χαρακτηριστικό θύμα καταλήστευσης ήταν το ΝΑΤ το οποίο διέθετε αποθεματικά σε χρυσό, σε λίρες Αγγλίας, ομόλογα και ακίνητα. Σε αυτό το ταμείο ενέταξαν τους παλλινοστούντες από τη Σοβιετική Ένωση και τους κατα φαντασίαν αντιστασιακούς. Το πάλαι ποτέ ευημερούν αυτό ταμείο χρεωκόπησε.

Ευρωπαικές ενισχύσεις
Πολύ νωρίτερα όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του 90 η Ελλάδα είχε εξασφαλίσει δύο πακέτα στήριξης που έλαβαν το όνομά τους από τον Ζακ Ντελόρ. Τον Δεκέμβριο του 1985 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη Κορυφής στο Λουξεμβούργο, όπου και εγκρίνεται το κείμενο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ), της δεύτερης πιο σημαντικής διαχρονικά Συνθήκης μετά τη Συνθήκη της Ρώμης που ίδρυσε την ΕΟΚ. Η Ενιαία Ευρωπαική Πράξη υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 1986 σε Λουξεμβούργο και Χάγη και μετά την κύρωση της εισέρευσε στη χώρα το πρώτο πακέτο Ντελόρ. Το ΠΑΣΟΚ που μερικά χρόνια πριν φώναζε ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο έχει πλέον μεταλλαχθεί σε έναν αληθινό κήρυκα της ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης, ενώ καταφάσκει ακόμη και την προοπτική μιας χαλαρής συνομοσπονδίας ευρωπαικών κρατών.
Το χρήμα είναι πλέον πολύ για να αντισταθεί ο οποιοσδήποτε. Αλλά και οι ισχυροί Ευρωπαίοι εταίροι γνωρίζουν καλά ότι την ώρα που ζητάνε περιοριστικές πολιτικές, το χρήμα στην Ελλάδα μοιράζεται ως κομματικό λάφυρο. Το γνωρίζουν και συναινούν, διότι έχουν στρατηγική επιδίωξη την επέκταση της πολιτικής επιρροής τους στον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο της ανατολικής μεσογείου και της βαλκανικής.
Η πρώτη χρηματοδότηση τέτοιου μεγέθους που θεωρητικά υλοποιήθηκε την περίοδο 1988-1993, ήταν 8 δις ECU (Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων) και αντλήθηκε από τα διαρθρωτικά ταμεία της τότε ΕΟΚ. Λέμε θεωρητικά, διότι οι ωφέλειες των ευρωπαικών ενισχύσεων ουδέποτε βελτίωσαν την καθημερινότητα του πολίτη. Ουδέποτε αναβάθμισαν τις δομές υγείας, παιδείας, συγκοινωνιών ή άλλων δημοσίων αγαθών. Υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες ουδέποτε έφθασαν αυτά τα χρήματα στην Ελλάδα.
Το δεύτερο πακέτο Ντελόρ (1994-1999) προσέφερε ακόμη γενναιότερη χρηματοδότηση : 17,5 δις ECU (European Currency Unit) εκταμιεύτηκαν για την οικονομική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ, κυρίως μέσω της ενίσχυσης των ασθενεστέρων οικονομικά περιφερειών της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα. Ή τουλάχιστον έτσι βαφτίζονταν οι χρηματοδοτήσεις της ΕΕ, χρηματοδοτήσεις που η Ελλάδα χρησιμοποιούσε για να ξηλώνει την γεωργική παραγωγή και να φτωχαίνει ακόμη περισσότερο τις παραγωγικές δομές της κάτω από τα μάτια των χρηματοδοτών της και πάντως εξυπηρετώντας σκοπούς τελείως ανεξάρτητους αν όχι και αντίθετους από τους διακηρυττόμενους.
Παρ’ όλο αυτόν τον πακτωλό χρημάτων που εισέρευσε στα ταμεία του κράτους, η Ελλάδα ουδέποτε ολοκλήρωσε την αναβάθμιση των βασικών συγκοινωνιακών της υποδομών, όπως ο κεντρικός κορμός του σιδηροδρομικού δικτύου. Μάλιστα έργα προγραμματισμένα για τη δεκαετία του 90 όπως η Αττική Οδός, το αεροδρόμιο και η ζεύξη Ρίου Αντιρίου δεν ολοκληρώθηκαν παρά μόνο τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 αφού χρειάστηκε να πολλαπλασιαστεί ο προυπολογισμός των έργων από νυχτερινά , υπερωρίες και διασπαθίσεις του δημοσίου χρήματος από τους ημετέρους εργολάβους νταβατζήδες.
Ακόμη πιο πίσω βρέθηκε η υλοποίηση επενδύσεων που εντάχθηκαν αργότερα στις ευρωπαικές ενισχύσεις, όπως η αναβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών και η εκπαίδευση. Παρά τα κολοσσιαία κεφάλαια των πακέτων στήριξης το Εθνικό Σύστημα Υγείας παρέμεινε χωρίς μηχανοργάνωση και τα νοσοκομεία συνέχισαν να λειτουργούν κάτω από τις ίδιες θλιβερές συνθήκες χωρίς ούτε καν να μπορούν να παρασχεθούν τα απαραίτητα για μία αξιοβίωτη διανυκτέρευση ασθενούς. Τα φαινόμενα διαφθοράς στις διοικήσεις των νοσοκομείων αλλά και στο χώρο του φαρμάκου έγιναν ο κανόνας και η χρηστή διαχείριση η δυσεύρετη εξαίρεση.


Αν τα χρήματα αυτά είχαν αξιοποιηθεί σωστά και δεν είχαν κατασπαταληθεί, ίσως να μην υπήρχε η χρεία να γράφεται τώρα αυτό το άρθρο, αλλά αυτές οι γραμμές γράφονται ακριβώς για να ενημερωθεί κάθε ενδιαφερόμενος για τα χειροπιαστά "οφέλη" των ευρωχρηματοδοτήσεων. Σύμφωνα λοιπόν με όλες τις μελέτες της Κομισιόν, η Ελλάδα αντί για κάθε 1 ευρώ να έχει όφελος τουλάχιστον άλλα 2,5 ευρώ από την αύξηση της προστιθέμενης αξίας στο ΑΕΠ, είχε τελικά συνολικό όφελος μόλις 1,07 ευρώ ως και το 2010, δλδ μόλις άλλα 7 λεπτά πρόσθετη αύξηση!
Αυτή είναι η απάντηση της σκληρής πραγματικότητος στις μεγαλόστομες αοριστολογίες για τα "οφέλη" από τη συμμετοχή μας στις άνωθι συνθήκες και συμφωνίες.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι λογικό οι προσδοκίες για επιδοτήσεις και κάθε λογής ενισχύσεις να αντικαθιστούν την όρεξη για δουλειά και δημιουργία.
Εντωμεταξύ Το Φεβρουάριο του 1992 υπεγράφη η περίφημη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που ίδρυε την Ευρωπαϊκή Ένωση στη θέση της ΕΟΚ.
Από την 1η Ιανουαρίου 1993, χρόνο έναρξης εφαρμογής της, η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιέρωνε έναν ευρωπαϊκό χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, με ελεύθερη μετακίνηση πολιτών κι εμπορευμάτων και ουσιαστικά προετοίμαζε τα συμβαλλόμενα μέρη για την έλευση του ενιαίου νομίσματος.
Πλέον κάθε δυνατότητα εθνικής προστασίας θα εξέλειπε, είτε αυτή αφορούσε συνοδά μέτρα απάμβλυνσης των συνεπειών μιας υποτίμησης της δραχμής, είτε αυτοτελώς κρατικούς δασμούς επάνω στα εισαγόμενα προϊόντα.
Τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ έθεταν δύο κεντρικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς : Αφενός το ετήσιο έλλειμμα των κρατών μελών να μην υπερβαίνει το 3% και αφετέρου το δημόσιο χρέος να μην ξεπερνά το 60% επί του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα όμως από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και μέχρι την προσχώρησή της στη Συνθήκη ούτε μια στιγμή δεν έπαψε να έχει Δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ ενώ το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο πρώτος ισοσκελισμένος προυπολογισμός πραγματοποιήθηκε μόλις στα χρόνια του Μνημονίου.
Εκλήθη η Ελλάδα να μετάσχει στην αρχιτεκτονική του Ευρώ και να ανταποκριθεί σε πολύ αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια, ενώ όλη της η πορεία στη Μεταπολίτευση -ειδικότερα από το 1980 και εντεύθεν- ήταν αντιπαραγωγική, σπάταλη, καταναλωτική. Την ίδια ώρα που οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ανελάμβαναν ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για περιορισμό στις δημόσιες δαπάνες και εξορθολογισμό των ελλειμμάτων, στο εσωτερικό μοίραζαν αφειδώς επιδοτήσεις και επιδόματα με αντίτιμο την καταστροφή της παραγωγής ή πιο κομψά την εναρμόνιση της με τις απαιτήσεις της κοινής αγοράς.
Συνοψίζοντας


Η εναπομείνασα βιομηχανία που επεβίωσε της πετρελαικής κρίσης καταστράφηκε με τον ΟΑΕ, τις αγορανομικές διατάξεις και τα πανωτόκια του 1980.
Έτσι με την παραγωγική μηχανή σβησμένη, όλο το χρήμα διοχετευόταν σε εισαγόμενα αγαθά που είχαν αντικαταστήσει τα εγχώρια με την πρόσθετη συνθήκη ότι τα παλαιά εισαγόμενα ήταν πλέον κοινά ευρωπαικά της ενιαίας αγοράς, προσιτά σε κάθε πολίτη που διαβιούσε εντός της. Έτσι το χρήμα έφευγε έξω προτού προλάβει να μπει μέσα. Αυτή υπήρξε η περίφημη αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου.
Οποιαδήποτε άλλη άποψη περί αύξησης μισθών στο Δημόσιο που δήθεν κινούσαν την αγορά απεδείχθη αφέλεια ολκής, αν δεν ήταν ύποπτη ως συντεχνιακή φανφάρα.
Παράλληλα η διαχρονική απαξίωση της ελληνικής δραχμής δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί ευκρινέστερα από,τι στην εξέλιξη της ισοτιμίας της με το Δολάριο καθόλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης αλλά και λίγο πριν, αρχής γενομένης από το 1970 : Η ισοτιμία Δολαρίου Δραχμής ήταν το 1970 1 δολ. προς 30 δραχμές, το 1980 1 δολ. προς 42,62 δραχμές, το 1985 1 δολ. προς 138,18 δραχμές , το 1990 1 δολ. προς 158,65 δραχμές και το 1995 1 δολ. Προς 231,663 δραχμές.
Το 2000, ένα χρόνο πριν την ένταξή μας στο Ευρωσύστημα η ισοτιμία δολαρίου δραχμής ανερχόταν σε 1 δολ. προς 365,412 δραχμές. Μέσα σε 30 χρόνια το εθνικό νόμισμα απαξιώθηκε 12 φορές έναντι του Δολαρίου.
Οι υποτιμήσεις της δραχμής αποτέλεσαν την εύκολη λύση της δεκαετίας του 1980 προκειμένου η χώρα να βελτιώνει με έναν φθηνό και κοντόφθαλμο τρόπο την τρέχουσα ανταγωνιστικότητά της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Όμως όχι μόνο δεν επετεύχθη κάτι τέτοιο, αλλά μας προέκυψε το ακριβώς αντίθετο.
Οι αριθμοί έχουν γλώσσα και ομιλούν : Το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου εν έτει 1980 ήταν 5 δις δολάρια και μέσα σε 6 χρόνια, χρονική στιγμή καθήν υπεγράφη η άνωθι αναφερθείσα Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ανήλθε στα 6.5 δις δολάρια.
Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ 7 χρόνια αργότερα το έλλειμμα εμπορικών συναλλαγών διπλασιάστηκε φθάνοντας τα 13 δις. Η απόλυτη χρεωκοπία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής ολοκληρώθηκε το 2.000, όταν το εμπορικό έλλειμμα έφθασε τα 19 δις δολάρια. Με δυο λόγια μέσα σε 20 μόλις χρόνια η πολιτική των υποτιμήσεων όχι μόνο δεν απέδωσε καρπούς στην κατεύθυνση βελτιώσεως του εμπορικού ισοζυγίου, όχι μόνο δεν κατάφερε να δώσει ώθηση στις εξαγωγές, αλλά αντιθέτως και παρά τα μέτρα προστασίας που συνόδευσαν τις υποτιμήσεις, το εμπορικό έλλειμμα κατρακύλησε 4 φορές.
Όταν πια μπαίνουμε στο Ευρώ τα πράγματα είναι λίγο ή πολύ διαμορφωμένα. Παραγωγή στην Ελλάδα δεν υπάρχει, η νομισματική πολιτική έχει εκχωρηθεί, είναι θέμα χρόνου να στενέψουν οι επιλογές και σε δημοσιονομικό επίπεδο καθότι πιεστικά ζητείται η σύγκλιση των χωρών όχι μόνον της Ευρωζώνης, αλλά όλης της ΕΕ.
Τα πραγματικά στοιχεία δε δικαιολογούν την ένταξή μας στο Ευρώ, η κουλτούρα του λαού δεν είναι συμβατή με το σκληρό νόμισμα, αλλά παρ’ όλα αυτά προτάσσεται η πολιτική επιλογή της επέκτασης του γερμανικού εγχειρήματος στον ευρωπαϊκό νότο και την κρίσιμη περιοχή της ανατολικής μεσογείου.
Έτσι κάπως φθάσαμε σε μία προδιαγεγραμμένη χρεωκοπία και τα χρόνια του Μνημονίου
Από τη δική μας πάντως σκοπιά δε γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός των Γερμανών ότι η Ελλάδα υπήρξε το πρόβλημα της Ευρωζώνης. Υπήρξε ενδεχομένως το κακό παιδί που τιμωρήθηκε προς παραδειγματισμό, αλλά όχι το πρόβλημα. Υπήρξε το σύμπτωμα της αλλοπρόσαλλης δημοσιονομικής πολιτικής με τις 19 διαφορετικές οικονομίες ίσως, αλλά όχι το δομικό πρόβλημα : Το πρόβλημα της Ευρωζώνης δε μπορεί να ήταν το ΑΕΠ των 180 δις Ευρώ και το χρέος των 330 δις Ευρώ, όταν για να εναρμονιστεί η Ευρωζώνη με τα κριτήρια του Μάαστριχτ την εποχή εκείνη έπρεπε να καλύψει έλλειμμα 3 τρις Ευρώ.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κύπρος μπήκε και αυτή σε Μνημόνιο, η μεγάλη Ισπανία που ανέκαθεν εθεωρείτο too big to fail επίσης είχε το δικό της σύντομο Μνημόνιο 2 χρόνια μετά το δικό μας, ενώ ακόμη και χώρες με εκτεταμένη βιομηχανική παραγωγή όπως η Ιταλία και η Γαλλία επικρίθηκαν για τα εμπορικά τους ισοζύγια και τον μεγάλο κρατικό έλεγχο σε ολόκληρους τομείς της Οικονομίας που εμπόδιζαν τον διεθνή ανταγωνισμό.
Κοινός παρονομαστής; Όλοι οι επικριθέντες ήταν χώρες του Νότου που παρέκκλιναν από την εργασιακή ηθική του προτεσταντικού βορρά.
Η μεγάλη εικόνα λοιπόν είναι ότι το Ευρώ διευκόλυνε τις εξαγωγές της Γερμανίας στις πιο καταναλωτικές χώρες του πλανήτη, τις ευρωπαϊκές. Το Ευρώ έδωσε επίσης στη Γερμανία το πλεονέκτημα να αποτελεί το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα διεθνώς αντικαθιστώντας το Μάρκο που καμμία δυνατότητα δεν είχε για τέτοιες βλέψεις. Προκειμένου να αποκτήσει ζωτικό γεωπολιτικό χώρο η Γερμανία έδεσε στο άρμα της ακατάλληλες για το σκοπό αυτό οικονομίες.
Προκειμένου να φτιάξει ενιαίο νόμισμα συνέδεσε άρρηκτα τα πιο αντιφατικά μεγέθη της ευρωπαικής γεωγραφικής οικονομίας. Αυτή ήταν η παράλογη επενδυτική πρωτοβουλία της Ευρώπης που εξηγείται μόνο από τις γερμανικές φιλοδοξίες για Weltpolitik.
Να πούμε εδώ παρενθετικά ότι αν οι Γερμανοί δικαιούνται να έχουν σκληρό νόμισμα επικαλούμενοι τη βιομηχανική τους παραγωγή, την ηγεμονική οικονομική παράδοση και τις εργασιακές τους αρετές, υποχρεούνται πάντως να απαντήσουν στο εύλογο δικό μας ερώτημα : Γιατί πρέπει να αναγκάσουν όλους τους λαούς της Ευρώπης να συμβαδίσουν με τη μοναδική νομισματική και πολύ περισσότερο τη δημοσιονομική πολιτική τους.
Το 2009 έρχεται η ώρα που το χρέος εκτινάσσεται και η κυβέρνηση Καραμανλή καλείται να πάρει μέτρα για να περιορίσει τις συνέπειες της χιονοστιβάδας.
Προτιμά όμως να πάει σε εκλογές. Ο ελληνικός λαός ελάχιστα υποψιασμένος για τα επερχόμενα δεινά απαντά στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 με το ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ του ΓΑΠ.
Ενώ ήδη η διεθνής πιστωτική κρίση του 2007 είχε προειδοποιήσει για τις ασθενείς αντοχές τις ελληνικής οικονομίας, οι Έλληνες πολίτες λίγα πράγματα έμαθαν. Μετά την ματαίωση της προσδοκίας του ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ και την υπαγωγή μας στο ΔΝΤ ο λαός καλείται να απαντήσει αιφνιδιασμένος και απροετοίμαστος στο δίλημμα του Μνημονίου που του θέτουν επιτακτικά οι φθαρμένοι και αναξιόπιστοι πολιτικοί που μέχρι χτες τον κορόιδευαν και τον οδήγησαν σε αυτά τα αδιέξοδα.

Ο ελληνικός λαός μόνος, προδομένος, χωρίς πραγματική ηγεσία και μέσα σε συνθήκες απότομης υποβάθμισης του βιοτικού του επιπέδου αισθάνεται φοβερή ψυχολογική πίεση, ενώ την ίδια ώρα ακούει στις τηλεοράσεις πολιτικούς των κομμάτων εξουσίας να τον υβρίζουν και να τον μέμφονται. Τότε αρχίζει να στρέφεται προς την Αριστερά, η οποία με νέο αρχηγό τον Τσίπρα εφαρμόζει την πιο αποτελεσματική στρατηγική για να εκμεταλλευθεί πολιτικά τις περιστάσεις :
Παρουσιάζεται ως Αντιμνημονιακή δύναμη και ταυτίζει την χρεωκοπία, το Μνημόνιο και την χειροτέρευση του επιπέδου ζωής με τους πολιτικούς της αντιπάλους, τους οποίους χαρακτηρίζει συνολικά ως Μνημονιακούς. Η ίδια αντεπιτίθεται με συνθήματα για το Νέο και την Ελπίδα που έρχεται, παραπέμποντας σε λιβάδια και παραδείσους. Από το ΠΑΣΟΚ πάμε πλέον στην καθάρια Αριστερά. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη.
Ενώ η Αριστερά είχε ως πόλος ιδεολογικής ηγεμονίας τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την απαξίωση των Πανεπιστημίων, τις απεργίες που οδήγησαν στην αποβιομηχάνιση, και την αλλαγή του αξιακού προτύπου που επέτυχε με τον ισοπεδωτικό κυνισμό της και με τον πόλεμο που διεξήγαγε εναντίον των παραδοσιακών θεσμών, παρουσιαζόταν τώρα ως άσπιλη και άμόλυντη. Η Αριστερή ιδεολογία που είχε εισβάλει πρώτη φορά με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα και είχε κάνει όλα αυτά, είχε μεταμφιεσθεί και ερχόταν ανανεωμένη με τον Τσίπρα στη θέση του Ανδρέα.
Δυστυχώς μέσα σε 2 μόλις χρόνια ο Σύριζα κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση και μέσα σε 5 χρόνια κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα γνωστά : Capital controls, δραματική αύξηση των φόρων και ένα δημοψήφισμα που σχεδίασε και υλοποίησε με μοναδικό σκοπό να εξοντώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 όπου το ΟΧΙ έλαβε 62% κατάφερε να εκτονώσει τη μεγάλη λαική δυσφορία και να παρουσιαστεί ως ο εκφραστής του λαού.
Με την ψευδαίσθηση της λαικής συμμετοχής απομακρύνθηκε έτσι από την φθοροποιό αντίληψη ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι και κατασκεύασε ανταυτού τους δικούς του ενόχους. Συγκέντρωσε στο ίδιο εκλογικό στρατόπεδο του ηττημένου ΝΑΙ τους Βενιζέλο, Σαμαρά, Μητσοτάκη, Σημίτη, ΓΑΠ, Καραμανλή, Παπαδήμο και έτσι απέκτησε πολύ ευρύτερο ζωτικό χώρο, ενώ οι αντίπαλοί του συνασπισθέντες συρρικνώθηκαν. Ένα ακόμη κεντρικό όφελος για τον Τσίπρα ήταν ότι το ίδιο βράδυ του Δημοψηφίσματος ο Σαμαράς παραιτήθηκε από αρχηγός της ΝΔ και η αξιωματική αντιπολίτευση έμεινε ακέφαλη για 15 μήνες. Το σενάριο της Αριστερής παρένθεσης είχε απομακρυνθεί.
Τα 251 ΝΑΙ που ακολούθησαν στην ψηφοφορία για το 3ο Μνημόνιο επανέφεραν οριστικά την ομαλότητα στο πολιτικό τοπίο επωφελεία πάντα του ισχυρού Τσίπρα.
Ο Σύριζα έχτιζε την εκλογική του διεύρυνση επάνω σε σταθερές αυτή τη φορά τεκτονικές πλάκες. Ενώ ο πολιτικός σεισμός του Αντιμνημονίου είχε καταπιείς 3 κυβερνήσεις, τώρα ο ορίζοντας έδειχνε σταθερότητα. Διότι αυτή τη φορά τα μέτρα ψήφισαν συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι από κοινού.
Ενώ επί 5 χρόνια ο αντιμνημονιακός πόλος επεβίωνε χάρη στη θεατρική εναλλαγή ρόλων κατά τις ψηφοφορίες μεταξύ Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Κυβέρνησης τώρα Αντιμνημονιακός πόλος δεν υπήρχε. Ο Σύριζα είχε πλέον μετατραπεί σε ένα υπεύθυνο κόμμα που είχε τη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων και μία πλήρη συνταγματική θητεία για να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις των Βρυξελλών.

Έτσι φτάσαμε ως εδώ.
(Αφιερώνεται στα χιλιάδες θύματα της πολιτικής αλητείας )


2 σχόλια:

  1. Δυστυχώς ακόμη τούς πιστεύουν. Μπαίνω εγώ στο δημόσιο μού είπε ένας και τα παρατάω πρόβατα και χωράφια και δεν είναι ο μόνος αυτή η νοοτροπία έχει καλλιεργηθεί και δεν εκριζώνεται με τίποτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ τους συντελεστές του ΚΟΙΝΟΥ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ για την ευγενική φιλοξενία...

    Δημήτρης (Μάκης) Δρούκας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π