Της μοναξιάς τις ώρες της νυχτιάς, τα μάτια σαν ο ύπνος δεν τα πιάνει,
οι μνήμες στο μυαλό φτεροκοπούν και την καρδιά δονούν οι συγκινήσεις,
σαν έρχονται στο νου μέρες παλιές αγώνα δύσκολου ,σκληρού,
όμορφες μέρες όπου οι σύντροφοι οι παλιοί, παλιά φρουρά, κτίζαμε
τ' όνειρο του αύριο στην πράξη ....
Κι αν μερικοί πίσω απόμειναν, το βήμα τους
σκοντάφτοντας σ' εμπόδια, της πίστης η φωτιά δεν αδυνάτισε,
δεν καταλάγιασε σ' εμπόδια της πίστης η φωτιά δεν αδυνάτισε,
δεν καταλάγιασε η θέληση, το πείσμα, κι είναι η απόφαση η ίδια, απαράλλαχτη,
να πέσουμε στο δρόμο για τη νίκη,
νοιώθοντας βάρος πρόσθετο σ εκείνο του καθήκοντος το βάρος των παλιών αγώνων.
Τραβάμε εμπρός λοιπόν, με ένα σύνθημα, που ηχεί στα χείλη μας παιάνας ...
Η Παλαιά Φρουρά πίπτει αλλά δεν παραδίνεται
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
ΑπάντησηΔιαγραφήνα βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.