Δεν θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα αδιαφορούν η θα το παρακολουθούν έντρομοι
Και όταν δεν αδιαφορούν να το χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Θέλουμε ένα εθνικιστικό κίνημα όπου οι πολίτες θα το θαυμάζουν, θα συμμετέχουν, θα δημιουργούν και θα οραματίζονται ένα καλύτερο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΥΡΙΟ μαζί μας

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Στην Γη της Ιωνίας - του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου


Ξύπνα ρε, φτάνουμε !  
Η φωνή του καμαρότου με πέταξε επάνω.
-  Εντάξει, του φώναξα και ανακάθησα στο κρεββάτι ζαλισμένος.
"Καλά ε, κοιμόμουνα άλλο ένα πεντάωρο άνετα σκέφτηκα και σηκώθηκα επάνω δημιουργώ­ντας μία ειρωνική αντίφαση μεταξύ σκέψης και πράξης. Περπάτησα ως τον νιπτήρα, άρχισα να ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου και κοιτάχτηκα . στον καθρέφτη που επειγόντως ήθελε ένα γυάλισμα.
Ωστε λοιπόν φτάνουμε στο Τσεσμέ. "Κρίνες" όπως είναι η σωστή του ονομασία. Είχα μεγάλη επιθυμία αλλά και περιέργεια να δω από κοντά τις Kρίνες και να πατίσω τα αγιασμένα χώματα της Ιωνίας. Την τελευταία, μου την είχαν οξύνει οι ιστορίες που μου είχαν πει οι άλλοι ναυτικοί, είτε στην τραπεζαρία, είτε το βράδυ που καθόμασταν με τους μηχανικούς που ήταν να αλλάξουν βάρδια. Ο καπετάν Σωτήρης μου'λεγε για κάτι Τούρκους που είχανε καθήσει και του τραγουδάγανε Ελληνικά τραγούδια. Ο Μαρκόνης μου'λεγε για τα σπίτια και την αγορά. Κάποιος ναύτης μου λεγε για τον παραδοσιακό ρυθμό που βλέπεις μέσα στις γειτονιές και που έχει διατηρηθεί τόσα πολλά χρόνια -Τούτη η γη είναι ελληνική. Μόλις κατέβεις θα το καταλάβεις.

Τώρα  που τα ξαναφέρνω στο νου μου, τότε γέμιζα ανυπομονησία. Ντύθηκα γρήγο­ρα, έκλεισα την πόρτα και ανέβηκα τα σκαλιά κάνοντας τον σταυρό μου.
- Καλημέρα κυρ - Γεράσιμε, είπα στον αρχιλογιστή που παρότι την προηγούμενη νύχτα είχαμε τελειώσει πολύ αργά την δουλειά, τώρα με περίμενε πρώτος.
- Άντε, ανέβα να τσιμπήσεις κάτι και έλα.
Οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν σηκωθεί και ετοίμαζαν τα πράγματα τους, πετώντας όπου να ναι ότι δεν τους χρειαζόταν. Η βρώμα που κουβαλούσανε πάνω τους μου είχε προξενήσει την περιέργεια, δεδομένου ότι ήτανε σχεδόν όλοι από την Ευρώπη και θα έπρεπε κατά ένα βαθμό να έχουν εκπο­λιτιστεί. Προσπαθώντας λοιπόν να ανοίξω δρόμο ανάμεσα στους Τούρκους και κρατώντας κυριολεκτικά την αναπνοή μου από την μπόχα, έφτασα στην τραπεζαρία
Φαί, καφές στα γρήγορα και μια ματιά έξω από το παράθυρο. Ο καιρός ήταν πολύ καλός και η θάλασσα του Αιγαίου παρουσίαζε το μεγαλείο της.
Που είμαστε; Ρώτησα τον Μαρκόνη που έτρωγε δίπλα μου.
Περάσαμε την Χίο, και σε δέκα λεπτά μπαίνουμε στο Τσεσμέ.
Κατέβηκα αμέσως κάτω προς το λογιστήριο. Ο Μάκης ο αρχικαμαρώτος μάταια προσπαθούσε να βάλει τάξη μεταξύ των Τούρκων, ξεστο­μίζοντας που και που καμιά βρισιά.
- Λοιπόν, θα κατέβεις κάτω να υποδεχτείς τις αρχές και θα τους οδηγήσεις επάνω που θα είμαι με τον πλοίαρχο μου είπε ο κυρ - Γεράσιμος.
Έφυγα λοιπόν για κάτω περνώντας ανάμεσα από τους Τούρκους και χαιρετώντας τον Μάκη που έβριζε την ατυχία του.
Κάτω στον καταπέλτη ήταν ένας ναύτης με τον μοχλό στο χέρι. Περνώντας ανάμεσα από τα αυτοκίνητα έφτασα μπροστά.

Για σου Βασίλη.
Για σου Γιαννάκη. Άντε, επιτέλους θα δεις και το Τσεσμέ.
Ναι επιτέλους είπα και μου ξανάρθανε στο νου όλες μου οι σκέψεις γι' αυτό το χώμα που σε λίγο θα πατούσα. Κάτι σαν ψυχική προετοιμασία για μια μεγάλη τελετή. Ένοιωσα την ιερότητα της σκλαβωμένης τούτης γης. Μόνο το αίμα που την είχε ποτίσει, μόνο τα οστά των ηρώων που είχε δεχθεί μέσα της τόσους αιώνες, μόνο αυτά φτάνουν για να την κάνουν ιερή
Αίμα και οστά ελληνικά. Θυσία στο βωμό του αιώνιου φωτός που λέγεται ΕΛΛΑΣ. Της μεγάλης δάδας που περνά μέσα απο τον χρόνο, για να φωτίσει τις γενεές των ανθρώπων. Και τώρα την πατούν βέβηλα οι βρωμιάρηδες.
Ο καταπέλτης άρχισε να ανοίγει σιγά σιγά και το φως της ημέρας μπήκε μέσα στο σκοτεινό γκαράζ. Εβαλα το χέρι στα μάτια μου για να προφυλαχτώ από το φως. Οι ναύτες από πάνω πετάγανε τους κάβους και ο καπετάν Σωτήρης φώναζε στο Βασίλη να κατεβάσει τον καταπέλτη.

Σιγά σιγά άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι Κρίνες. Ένα χωριό ελληνικό εμφανιζότανε μπροστά στα μάτια μου. Είχα μείνει ακίνητος προσπαθώντας να αντλήσω όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες λες και θα φεύγαμε αμέσως. Ένα λιμάνι με ψαροκάικα και ένα χωριό με παραδοσιακά Ελληνικά σπίτια στην μέση των οποίων υπήρχε ένα κάστρο, σκαρφαλωμένα επάνω σε έναν μικρό λόφο. Από εκεί που βρισκόμασταν δεν μπορούσαμε να δούμε πολλά, αφού το λιμάνι για τα πλοία είναι λίγο απομακρυσμένο από το κύριο μέρος του χωριού αλλά η γενική άποψη της περιοχής αναβλύζει κάτι το βαθιά οικείο. Κάτι το βαθιά ελληνικό.
Το μόνο που θύμιζε Τουρκία, ήταν ηΤουρκική σημαία που κυμάτιζε προκλητικά.
Ανέβασα επάνω τις αρ­χές και βοήθησα στην αποβίβαση διότι τέτοιες διαδικασίες όταν έχεις να κάνεις με Τούρκους, γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκες. Κάθε τόσο έβγαινα και κοίταγα μαγεμένος τις κρίνες...
Είχε φτάσει το μεσημέρι όταν επιτέλους βγήκα από το πλοίο. Περπατούσα βυθισμένος στις σκέψεις μου. Όταν περ­πατάς πάνω στα χώματα αυτά, νοιώθεις βαθιά τις έννοιες της ιστορίας και της σκλαβιάς. Η ιστορία που πέρασε πάνω από δω μία αδάμαστη πηγή ενέργειας που σε πλημμυρίζει δύναμη και η σκλαβιά μία ταφόπλακα που προσπαθεί να πλακώσει τούτη τη δύναμη, μα δεν μπορεί να το καταφέρει.
Ένοιωθα ζαλισμένος από τον Πόλεμο τούτο μέσα μου. Τα σπίτια δίπλα μου ήταν χτισμένα στον παραδοσιακό ανατολίτικο ρυθμό. Είναι ο ίδιος Ελληνικός ρυθμός που μπορείς να δεις στην Ήπειρο και στην Μακεδονία. Το κλειστό μπαλκόνι του γυναικωνίτη και η κεραμιδένια σκέπη. Μερικά από αυτά ήταν ξύλινα, και αποτελούν τα γνήσια μικρασιάτικα σπίτια. Σε άλλα, στο μπροστινό αέτωμα έβλεπες ζωγραφισμένα πολύ­πλοκα σχέδια, ξεθωριασμένα πια από τον χρόνο. Τα σύγχρονα σπίτια ήταν λιγοστά και πολλά από αυτά ήταν κατασκευασμένα στον ίδιο παραδοσιακό ρυθμό. Περπατώντας μέσα στα στενά σοκάκια, με τα μπαλκόνια να με σκεπάζουν που και που από πάνω, έβαζα με το νου μου πως θα ήτανε όταν πριν λίγα χρόνια ήκμαζε εδώ το Ελληνικό στοιχείο. Τα απομεινάρια του ήταν φανερά γύρο μου. Μόνο η ελεύθερη πνοή του έλειπε να ζωντανέψει τούτο τον τόπο....
Δεν ήταν η μόνη φορά που κατεβήκαμε στις Κρίνες. Κάθε φορά από τότε που περπατούσα μέσα στα στενά τους, ανακάλυπτα και κάτι καινούργιο. Κάτι που μου κανε πιο βαθιά την πίστη πως τούτη η γη είναι Ελληνική.
Μια μέρα περπατώντας μαζί με κάτι ναύτες στην αγορά του Τσεσμέ, στρίψαμε σε ένα
στενό με ψαράδικα μαγαζιά. Καθώς περνούσαμε από εκεί το αυτί μου έπιασε κάποιον να μιλάει Ελληνικά. Γύρισα και είδα έναν γέρο πωλητή που μιλούσε σε έναν άλλο. Πλησίασα πιο πολύ και παρατήρησα ότι μέσα στο μαγαζί υπήρχε ένας χάρτης της Κρήτης. "Μάλλον θα πρόκειται για τους λεγόμενους Τουρκοκρητικούς" σκέφτηκα. Πλησίασα κι άλλο.
-           Κρητικός είσαι καρντάση; κάνει ένας ναύτης από πίσω μου.
-           Κρητικός, ναι απαντάει ο γέρος ρίχνοντας ταυτόχρονα μία ματιά στα δεξιά του δρόμου.
-           Από ποιο μέρος της Κρήτης, τον ρωτάω εγώ.
-           Από το Ηράκλειο.
-           Από την Κρήτη είμαι και γω. Από τα Σφακιά, του κάνω με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
Οι άλλοι ναύτες είχαν απομακρυνθεί. Εκείνη την ώρα ξεπρόβαλλαν από τα δεξιά του δρόμου δύο Τούρκοι στατιώτες. Εκεί δίπλα υπήρχε ένα τουρκικό στρατόπεδο.
Η δε παρουσία του στρα­τού και της αστυνομίας στις Κρίνες είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.
-           Ελα μέσα πατριώτη, μου κάνει ο γέρος με ποιο σιγανό τόνο, για δείξε μου που είναι τα Σφακιά....
Είχα ακούσει πολλά για τους Τουρκοκρητικούς. Πολλοί λέγαν ότι ο ρόλος τους ήταν ύποπτος στην μικρασιατική καταστροφή. Δεν ξέρω. Όση ώρα συζητούσαμε μου φάνηκαν πολύ διαφορετικοί. Η Ελληνική τους γλώσσα που την διατη­ρούσαν εκπληκτικά αναλλοίωτη, ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τους Τούρκους στρατιώτες, η φιλική τους συμπεριφορά προς εμένα, όλα αυτά με κάνανε να νοιώθω ότι ήταν Έλληνες. Σκλαβωμένοι Έλληνες. Και τόσο ξεχασμένοι και εγκαταλελειμμένοι από την επίσημη Ελλάδα και τους Έλληνες", που ο αγώνας τους για επιβίωση γινόταν πλέον απελπιστικός. Από τότε κάθε φορά που κατέβαινα στις Κρίνες, πήγαινα στα ψαράδικα με κερνάγανε τσάϊ και καθόμασταν και συζητούσαμε...-----------------------------

Ό ήλιος είχε φανερωθεί πίσω άπό τά βουνά της Μικρασίας, ορίζο­ντας τό σημείο της Ανατολής. Τό κα­ράβι προχώραγε, κόβοντας ταχύτη­τα, γιά νά μπει στο λιμάνι του Τσε-σμέ. Ήταν πολύ πρωί και καθόμουν νά κοιτάω τό χωριό πού έδειχνε όσο ποτέ ήρεμο. Δίχως διαβάτες, δί­χως έμπορους και κόσμο στην αγο­ρά, δίχως αμάξια νά περνούν τόν η­μικυκλικό παραλιακό δρόμο. Έτσι δίχως καμιά ζωντανή παρουσία, φά­νταζε περισσότερο αυθεντικό άπ' ο­ποιαδήποτε άλλη φορά. Δέν είχα ξα­ναδεί τις Κρίνες τόσο πρωί, και είχα αφοσιωθεί σάν νά τις έβλεπα γιά πρώτη φορά. Ωστόσο τό γνώριμο της εικόνας μέ έκανε νά αναζητώ τά πιο βαθειά μηνύματα πού μου έ­στελνε τούτη ή έρημη μικρή πολι­τεία. Σάν νά μπορούσε τώρα νά μιλή­σει πιο καθαρά, εξαγνισμένη άπό κά­θε τι ξένο. Έδινε τό σιωπηλό μήνυμα της, πού ήταν πάντα τό ίδιο όταν οί φωνές σωπαίνανε, όταν οί δρόμοι άδειάζανε, όταν έμενε μόνη της σιω­πηλή νά κοιτά τά νερά του Αιγαίου. Τό ίδιο αυτό σιωπηλό μήνυμα, ή σιω­πηλή απόδειξη της ταυτότητος της, πού μόνο ό αφανισμός κάθε σπι­τιού, κάθε σοκακιού, κάθε κτίσματος θά μπορούσε νά άποκρίνει. Εκείνο τό πρωινό τελειώσαμε γρήγορα τήν αποβίβαση. Έγινε ένα γρήγορο συ­γύρισμα και άφοϋ ό κύρ Γεράσιμος πού υπενθύμισε γιά εικοστή φορά νά μήν φάω κρέας άπ' έξω, βγήκα γιά νά κάνω μιά βόλτα. Στον δρόμο συνάντησα τόν Μεχμέτ. Ήταν μου­σουλμάνος άπό τήν Θράκη και δού­λευε στο καράβι μαζί μέ τόν αδερ­φό του. Τά δύο αυτά αδέρφια είχαν μιά αντίστροφη αναλογία. "Οσο έξυ­πνος ήταν ό ένας, τόσο ηλίθιος ήταν ό άλλος. Φαινόταν σάν νά είχε πάρει ό Μεχμέτ σ' ένα μερίδιο εξυπνάδας άπό τόν αδερφό του, αφήνοντας τον ηλίθιο. Ώρες, ώρες πού προξε­νούσαν τήν περιέργεια. Μόλις έκα­νε ό Μεχμέτ μιά έξυπνη ενέργεια, α­μέσως έσπευδε ό αδερφός του νά κάνει μιά ηλιθιότητα, επιβεβαιώνο­ντας τήν αντίστροφη αναλογία.
Γιαννάκη πάμε πουθενά νά φάω τίποτα, γιατί δέν πρόλαβα νά φάω πρωινό, μου είπε ό Μεχμέτ μέ ένα ύφος σάν νά ήθελε νά τρέξει γιά νά βρει κάτι νά φάει.
Πάμε, τοϋ είπα μηχανικά και προχωρήσαμε στόν δρόμο.
Ό παραλιακός δρόμος κάνει τόν κύκλο του λιμανιού, και καταλήγει μέσα στο χωριό. Περπατώντας τον, έβλεπες απέναντι τά επιβλητικά βουνά της Χίου.
Ό Μεχμέτ κοίταξε τήν Χίο και γύρισε σάν νά μάντεψε τήν σκέψη μου.
Οί Τούρκοι μοϋ δείχνουν τήν Χίο καί μοϋ λένε: «Είναι δικιά μας». Οί Έλληνες μοΰ δείχνουν τό Τσεσμέ και μου λένε: «Είναι δικό μας».

Κι έσύ τϊ πιστεύεις, τοϋ 'κανα ξαφνιασμένος άπό τό αναπάντεχο αυτό άνοιγμα.
Δέν ξέρω... Στην Θράκη συνε­χώς μας λένε γιά τήν Τουρκία.
Τώρα πού τους γνώρισα άπό κοντά κατά­λαβα τι πούστηδες εϊναι. Πιο πούστηδες άπό τους Έλληνες... Θά γί­νει πόλεμος. Και έγώ μέ ποιόν πρέ­πει νά πάω νά πολεμήσω; Μπορεί κάποιος νά μοϋ εξασφαλίσει ένα μα­γαζάκι γιά νά ζήσω τήν οικογένεια μου; Μπορεί κάποιος νά μοϋ πεϊ, ότι νά, έγώ σοϋ δίνω ένα ψιλικατζίδι­κο, ένα περίπτερο τέλος πάντων, γιά νά μπορέσεις νά ζήσεις και έσύ σάν άνθρωπος; Μέ αυτόν θά πάω νά πο­λεμήσω.
Συνέχισα νά περπατάω σιωπη­λός. Ήταν άπό τις λίγες φορές πού δέν ένιωθα τήν ανάγκη νά απαντή­σω. Δέν ένιωθα τήν ανάγκη νά πώ «συμφωνώ» ή «διαφωνώ», όσο κι αν αυτός περίμενε κάποια μου απάντη­ση. Σκέφτηκα τά λόγια του. Ήταν ο­λοφάνερο πώς δέν υπάρχει θέμα ε­θνικής συνείδησης. Ήταν ενδεικτι­κά της σκέψεως των Μουσουλμά­νων της Θράκης. Κανείς δέν φρόντι­σε νά τούς προσφέρει εθνική συνεί­δηση. Κανείς δέν φρόντισε νά τούς δείξει ότι είναι Έλληνες. Και αυτοί δίνουν τήν εθνική τους συνείδηση σέ όποιον τους προσφέρει τό «μα­γαζάκι». Καί δυστυχώς τό «μαγαζά­κι» σπεύδει νά τούς τό προσφέρει ή Τουρκία, άφοϋ αυτό τό κράτος πού θέλει νά λέγετε Ελλάδα, προ­σπαθεί νά τούς κάνει τή ζωή όσο πιό μίζερη γίνεται.
Καθίσαμε σέ ένα μικρό εστιατό­ριο πού διανυκτέρευε, καί εκείνη τήν στιγμή ετοιμαζότανε νά κλείσει. Πή­ρε μιά σούπα, πού ούτε τήν μισή δέν άντεξε νά φάει καί σηκωθήκαμε νά περπατήσουμε στήν αγορά. Τά μα­γαζιά είχαν αρχίσει νά ανοίγουν. Οί έμποροι 'βγαζαν έξω τά πράγματα τους καί ετοιμάζονταν γιά τόν κό­σμο πού σέ μιά-δυό ώρες θά έβγαι­νε. Προχωρήσαμε μέσα στόν δρόμο της αγοράς και παρατηρούσα δεξιά και αριστερά τόν Ελληνικό ρυθμό των σπιτιών.

ο Άγιος Χαράλαμπος
 Ξάφνου, σταμάτησα σέ ένα μεγάλο κτίσμα μέ παράξενα χα­ρακτηριστικά. Τό κοίταξα προσεκτι­κά. Τά θολωτά παράθυρα καί ή ημι­κύκλια στέγη, πού θύμισαν αμέσως τό ιδιόμορφο σχήμα της εκκλησίας. Ή κακή κατάσταση της, τά δέντρα πού είχε γύρω της καί οί κισσοί πού είχαν σκαρφαλώσει πάνω της δέν τήν κάνανε εύκολα αντιληπτή. Προ­χώρησα προς τήν έξοδο και έσπρω­ξα τήν πόρτα. Ακούστηκε ένας υπό­κωφος θόρυβος, χωρίς νά ανοίξει. - Έλα, πάμε, είναι κλειστά. Μου έ­κανε ό Μεχμέτ προχωρώντας.
Κατέβηκα καί περπάτησα σχε­δόν τρέχοντας γιά τόν προλάβω.
-           Ti είναι μέσα, ξέρεις; Του είπα περιμένοντας άγωνιωδώς κάποια α­πάντηση. Καλά δέν είναι εκκλησία; Ήταν...
Συνεχίσαμε τόν δρόμο ρίχνο­ντας μιά ματιά πίσω στόν παλιό ναό. Ήθελα νά δώ πώς είναι μέσα καί σχεδόν προαισθανόμουν τ'ι θά αντί­κριζα.
Παρακάτω βρισκόταν ένα ψιλι­κατζίδικο πού μόλις είχε ανοίξει. Ό Μεχμέτ πλησίασε νά πάρει κάτι καί έπιασε συζήτηση μέ τόν ψιλικατζή. Πλησίασα καί έγώ αδιάφορα, χωρίς νά μπορώ νά καταλάβω τι λένε. Ξαφ­νικά γύρισε ό ψιλικατζής προς τό μέρος μου.
- Γιουνάν, μέ ρώτησε μέ ένα χαμόγελο.
- Ναί, Έλληνες, τού απάντησα.
Έλληνας, επανέλαβε αυτός. Τόν κοίταξα απορημένος.
Ξέρεις Ελληνικά;
- Λίγο, μοϋ είπε αυτός χαμογε­λώντας.
Γύρισε καί κοίταξε τόν Μεχμέτ. Μετά κοιτώντας ένα παλικάρι πού καθόταν στήν πόρτα του μαγαζιού, μου είπε κάτι στά Τούρκικα.
- Λέει, πώς αυτός είναι ό γιός του, μοϋ εξήγησε ό Μεχμέτ. Ήδη αυτός είχε πλησιάσει καί μου έδινε τό χέρι του. Τόν χαιρέτισα αμήχανα. Καί οί δύο μέ κοιτούσαν σάν νά έ­βλεπαν κάποιον παλιό γνωστό τους. Καθίσαμε καί μιλήσαμε κάμποση ώρα, εξηγώντας μου ό Μεχμέτ, τί λέ­γανε. Αυτοί δέν χρειαζόντουσαν ε­ξήγηση. Αντιλαμβανόντουσαν άνετα τά Ελληνικά, πράγμα πού μοϋ έκανε μεγάλη εντύπωση. Μετά θά ανακά­λυπτα πώς πολλοί έμποροι στήν αγο­ρά μπορούν νά καταλάβουν τά Ελλη­νικά. Πολλοί άπό αυτούς μιλούν κιό­λας μέ κάποια δυσκολία. Ξανάφερα στο νοϋ μου όσα είχα ακούσει γιά τους κρυπτοχριστιανούς, τους Άλεβίδες κ.λπ. Ή φιλική τους συμπερι­φορά συνεχώς πού ενίσχυε τήν υπο­ψία ότι άνήκαν σέ κάποια άπό αυτές τις ομάδες πού ζούν σκλαβωμένες στήν Τουρκία. Φοβούμενοι νά εκδη­λωθούν ανοικτά, φορείς ενός κοι­νού μυστικού, καί κοιτώντας σε, μέ έναν μελαγχολικά καί συνάμα ευγε­νικά χαρούμενα τρόπο, σάν νά λέγα­νε: «Έμεϊς είμαστε έδώ, προσμένου­με, μήν μας ξεχνάτε».
Μέσα στο καράβι σκεφτόμουν τά περιστατικά της ημέρας.
Μάκη, έχεις δει στο Τσεσμέ τήν εκκλησία στήν αγορά, ρώτησα τόν άρχικαμαρότο περιμένοντας κά­ποια απάντηση γιά αυτό τό θέμα πού μοϋ είχε κολλήσει στό μυαλό.
Ποιά εκκλησία; μέ ρώτησε αυ­τός σβήνοντας μου τήν ελπίδα γιά κάποια πληροφορία. Καλά δέν έχεις δεϊ τήν εκκλη­σία στήν αγορά;
-   Δέν ξέρω έγώ, ρώτα τόν Μαρκόνι πού ασχολείται μέ αυτά.
Μετά άπό δύο μέρες περπατού σα βιαστικά στόν δρόμο της αγοράς. Ξανάφερνα στο νοϋ μου τά λόγια του Μαρκόνι. «Είναι ό άγιος Χαράλα­μπος. Παλιά πρέπει νά ήταν ωραία εκκλησία. Τώρα τήν έχουν κατα­στρέψει. Θά μπεις μέσα και θά δεις την Τουρκική μικρότητα σέ όλο της τό μεγαλείο».

κατεστραμμένες Αγιογραφίες στους τοίχους  
Ή πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεξιά καί αριστερά είχαν τοποθετήσει κάρτες καί αναμνηστικά. Ανέβηκα τά σκαλιά καί μπήκα μέσα. Δίπλα ακριβώς άπό τήν πόρτα υπήρχε ένας πάγκος μέ βιβλία. Γύρω - γύρω τοποθετημένα κάποια διαχωριστικά. Προχώρησα καί στάθηκα ακίνητος. Τό βλέμμα μου τράβηξε μιά τεράστια τουρκική σημαία. Μιά τεράστια τουρκική ση­μαία ακριβώς στο σημείο πού κάπο­τε υπήρχε τό τέμπλο καί ή Άγια Τρά­πεζα. Κρεμόταν άπό πάνω έως κάτω. Γύρω μου βρισκόντουσαν ολοζώντα­να τά σημάδια της θηριωδίας. Πανέ­μορφες αγιογραφίες μέ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο, βρισκόντουσαν ξε­σκισμένες πάνω στους τοίχους. Ανά­γλυφα στο μέρος του γυναικωνίτη πού παρίσταναν

συμπλέγματα λου­λουδιών, κοίτονταν σπασμένα. Κο­λώνες πού θύμιζαν έντονα κορινθια­κό ρυθμό, ζωσμένες μέ σημάδια φω­τιάς. Περπάτησα άργά μέσα, προ­σπαθώντας νά συνειδητοποιήσω τό μέγεθος της καταστροφής. Ή κατα­στρεπτική μανία, είχε εκδηλωθεί α­συγκράτητη. Έβλεπα μιά εκκλησία πού είχε δεχθεί τήν εκδήλωση της τουρκικής ψυχής. Μιά έρημη, κατε­στραμμένη εκκλησία, πού όμως ακό­μα καί πληγωμένη παρουσίαζε τήν ο­μορφιά καί τό μεγαλείο της αρχιτε­κτονικής της. Τό μεγαλείο, ναί. Τώ­ρα τό ένιωθα αυτό τό μεγαλείο τού Ελληνισμού, πιό έντονο μέσα μου. Όσο κι αν γκρεμίσανε, όσο κι αν καταστρέψανε, όσο κι αν κάνανε, δέν μπόρεσαν νά τό κρύψουν. Τώρα σέ αυτές τις μισοκατεστραμμένες αγιο­γραφίες φαινόταν ή μεγάλη αντίθε­ση. Τό μεγαλείο της Ελληνικής δη­μιουργίας και ή μικρότητα της βαρ­βαρικής καταστροφής. Ναί, αυτή ή α­ντίθεση είναι πού δέν πρόκειται νά πάψει νά υπάρχει ποτέ. Αυτή ή αντί­θεση πού αιώνια θά απαιτεί τήν επι­κράτηση τοϋ ενός, της καταστρο­φής ή τής δημιουργίας!
Οί Τούρκοι δέν έχουν βάψει τούς τοίχους, δέν έχουν προσπαθή­σει νά κρύψουν τή θηριωδία. Νιώ­θουν υπερήφανοι γι' αυτή τήν εκδή­λωση της βαρβαρικής ψυχής τους καί γι' αυτό κρέμασαν επιβλητικά καί τό σύμβολο τους, γιά νά στολί­ζει τό επίτευγμα τους. Δέν μπορού­σαν νά καταλάβουν ότι είχαν δη­μιουργήσει ένα ιερό μνημείο γιά τόν Ελληνισμό. Ένα μνημεΐον πού έλεγε μόνο του τήν ιστορία έπτά αιώνων. Δίχως λόγια, δίχως αμφι­σβητήσεις, ήταν έκεϊ και φανέρωνε τήν ουσία. Τήν μεγάλη αντίθεση τής καταστροφής καί τής δημιουργίας.
Έκανα άργά τόν σταυρό μου. Δέν ένοιαζε αν μέ κοιτάγανε. Μιά δέσμη φωτός έμπαινε άπό τό θολωτό παρά­θυρο του ίεροϋ καί χάιδευε απαλά τις μισοκαταστρεμμένες αγιογραφίες. Σκέφτηκα τούτη τήν εκκλησία γεμάτη κόσμο. Παιδιά πού είχαν φορέσει τά καλά τους, άντρες καί γέρους κρατώντας τά καπέλα τους, απέναντι άπό μαυροφορεμένες γριούλες καί καλο­ντυμένες κοπελιές. Όλοι ψέλνανε τό «τη ύπερμάχω». Ό ναός τρανταζόταν ολόκληρος άπό τόν ϋμνο. Καί ή δέ­σμη φωτός χάιδευε πάλι τις αγιογρα­φίες πού δημιουργούσαν ένα μεγα­λειώδες σύνολο, σέ ένα βαθύ γαλά­ζιο φόντο.
η Χίος από το κάστρο του τσεσμέ
Κατέβηκα τά σκαλιά καί περπά­τησα άργά στόν δρόμο. Ό Τούρκος πού καθότανε στήν πόρτα μέ κοιτού­σε ακόμα περίεργα. Περπάτησα κοι­τώντας γύρω, προσπαθώντας νά δώ γιά τελευταία φορά όσο τό δυνατόν περισσότερα. Τά ώραϊα ελληνικά σπίτια, τά στενά σοκάκια, πού σκεπά­ζονταν κάθε τόσο άπό μπαλκόνια, τήν αγορά γεμάτη κόσμο. Ήταν τό τελευταίο ταξίδι πού έκανα στις Κρί­νες. Μετά θά έφευγα άπ' τό καράβι. Εκείνο τό απόγευμα τό Τσεσμέ μοϋ φαινόταν πιό μελαγχολικό. Ό α­έρας φυσούσε απαλά καί τά καΐκια στό λιμάνι κουνιοϋνταν ρυθμικά άπό τό σιγανό κύμα. Πέρασα άπό τά ψαράδικα νά χαιρετίσω τόν γέρο τόν Τουρκοκρητικό.
- Γειά σου παιδί μου, μοϋ είπε καί μέ κοιτούσε κατάματα, του χρό­νου αν έρθεις, πέρνα άπό έδώ νά μέ δεις, αν ζώ...
Ό καταπέλτης του πλοίου ανέ­βαινε σιγά. Τά νερά άφρίσανε καί κοχλάσανε καθώς ή προπέλα έ­παιρνε μπρος. Ό καπνός βγήκε πυκνός άπ' τό φουγάρο, καί διαλύ­θηκε στόν απογευματινό αέρα. Ό καπετάν Σωτήρης γυρνούσε στην πρύμνη μέ τόν ασύρματο στό χέ­ρι καί κοιτούσε εάν ολα έχουν φτιαχτεί σωστά. Τό αφρισμένο νε­ρό είχε ήδη αρχίσει νά σχηματίζει μιά γραμμή πίσω άπό τό πλοίο.
Πίσω φεύγανε οί Κρίνες, τό λι­μάνι, οί λιμενικοί πού παρακολου­θούσαν μέ σταυρωμένα τά χέρια. Όλο τό χωριό άρχισε νά γίνεται πιό μικρό καί νά φανερώνονται πίσω άπό του λόφους, τά βουνά της Ιωνι­κής γης. Τά μικρά σπίτια μέ τά κόκκι­να κεραμίδια γινόντουσαν μιά μικρή κουκκίδα στή μεγάλη παραλία δίνο­ντας τόν τελευταίο τους χαιρετι­σμό. Τά σύννεφα σκέπαζαν ευλαβι­κά κα'ι τά νερά βρέχαν απαλά τήν αιώνια Ελληνική Ιωνική γή...


Του πλοίου ή πλώρη έσκιζε τή θάλασσα στά δύο 
καί τά βουνά πού έφευγαν, γινόντουσαν μικρά. 
Γή ιερή πού κάποτε έδινες φώς στόν κόσμο 
στάχτη σοϋ κάναν τήν ψυχή μέσα σέ μιά βραδιά. 

Ό ήλιος έπροσκύναγε τά κρυσταλιά νερά σου 
καί έσύ περήφανη έστεκες μά δίχως πιά ζωή. 
Τά μάτια ή πίκρα γέμισε και κύλησε τό δάκρυ 
πού γιά αιώνες έκρυβε στά στήθια μιά ψυχή.

Χώρα σπαρμένη λείψανα καί μάρμαρα γεμάτη γή 
πού κοιτάς απέναντι μέ πίκρα τη στεριά 
τά όνειρα δέν καίγονται, πλανιούνται στή ψυχή μας 
μιά μέρα θά θεριέψουνε καί θά ρθουμε ξανά.

---------------------------------------------------------------------------------------------
 Το άρθρο του συν. Παναγιωτακόπουλου δημοσιεύθηκε στην εθνικιστική εφημερίδα 21ος ΑΙΩΝ τον Φεβρουάριο του 1996


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ομάδα του Κοινού Παρονομαστή δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς ύβρεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις
Οι απόψεις, θέσεις του συγγραφέα- αρθρογράφου δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την συντακτική ομάδα του Κοινού Παρονομαστή
Σχόλια που δεν θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα της ομάδος διαχείρισης δεν θα προβάλλονται
Ομάδα Κ.Π