του Γιάννη Χαραλαμπίδη
Μια αποκάλυψη υπήρξε η συνέντευξη στην «Καθημερινή» του
πολύπειρου δικαστή και νυν Γενικού Επιθεωρητή της Δημοσίας Διοικήσεως, του Λέανδρου
Ρακιντζή. Ήθος και ωριμότητα σκέψεως και λόγου δίδαξε ο παλαίμαχος δικαστικός.
Δύο όμως είναι οι προσεγγίσεις του, που φέρουν την μείζονα σημασία. Η πρώτη
αφορά την συμβολή της περιώνυμης «γενιάς του Πολυτεχνείου» στην πολιτική και
οικονομική μας κρίση και η δεύτερη τον καθοριστικό ρόλο της πολιτιστικής κρίσης
στην γενική μας κακοδαιμονία.
Η γενιά που αυτοθαυμάστηκε και αυτοδοξάστηκε όσο καμία άλλη
ίσως τους τελευταίους δύο αιώνες στην χώρα μας, αλλά και ταυτόχρονα που
αυτοαναιρέθηκε όσο καμία, είναι ακριβώς αυτή, η «γενιά του Πολυτεχνείου». Έδωσε
πλησμονή
υποσχέσεων, ανήγγειλε την δημιουργία ενός νέου κράτους και μιας νέας
κοινωνίας, επαγγέλθηκε μια οιονεί πολιτιστική επανάσταση και ... απέτυχε παντού
παταγωδώς. Η γενιά της «Αλλαγής», που άλλαξε τα πάντα προς το χειρότερο. Έτσι
θα μείνει δυστυχώς στην Ιστορία. Συγκροτήθηκε κατά βάση από επιστήμονες που
εξελίχθηκαν είτε σε τεχνοκράτες, είτε σε επαγγελματίες πολιτικούς. Αναδείχθηκαν
μέσα από μία περίοδο με ιδιαίτερα οξεία πολιτική αντιπαλότητα και έντονες
κοινωνικές αναζητήσεις, αλλά συνάμα και εξαιρετικά σημαντική οικονομική και
παραγωγική ανάπτυξη.
Η μετεμφυλιακή περίοδος, δηλαδή χονδρικά η 25ετία 1950-1975,
δημιούργησε κρίσιμα πολιτικά αδιέξοδα, τόσο πριν όσο και μετά το 1967, αλλά
τουλάχιστον δημιούργησε πρωτογενή και δευτερογενή ανάπτυξη διόλου ευκαταφρόνητη
για μια χώρα που ως το 1949 είχε φθάσει σε οριακό σημείο.
Ανέλαβαν λοιπόν οι εκπρόσωποι της γενιάς του Πολυτεχνείου να
σηκώσουν στους ώμους τους μια πολιτικά δοκιμασμένη, αλλά οικονομικά εύρωστη,
χώρα που επιπλέον διέθετε εντυπωσιακή πολιτιστική ομοιογένεια. Πάνω στην
εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία παρ’ όλη την ιστορική της θολούρα,
συγκρότησε ένα εκπληκτικής διείσδυσης και μακράς διαρκείας πολιτικό υπόβαθρο, εδραιώθηκε
όλη η πορεία της Μεταπολίτευσης. Αρκεί να σημειώσουμε ότι η πολύ μεγαλύτερη σε
κλίμακα και προβολή εξέγερση του γαλλικού Μάη του ‘68, σε καμία περίπτωση δεν
επέτυχε να επιβάλλει μία πολιτική τάξη στην γαλλική κοινωνία. Δηλαδή, ενώ ο
ελληνικός Νοέμβρης του ‘73 δεν πέτυχε τον αντικειμενικό του σκοπό, την
κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος, πέτυχε ωστόσο να γίνει άμεσα
αναγνωρίσιμο σύμβολο και με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα να συνθέσει την
νομιμοποιητική βάση σχεδόν κάθε πολιτικής και πολιτιστικής επιλογής των
κυβερνήσεων από το 1974 κι έπειτα.
Πάνω στον μύθο του Πολυτεχνείου αναδείχθηκαν και
καθιερώθηκαν άνθρωποι με πρώτιστο μέλημα την προσωπική τους ανέλιξη κι
επιτυχία. Το κράτος θεωρήθηκε, ιδίως μετά το 1981 για να είμαστε δίκαιοι, λάφυρο
και η πολιτική μηχανισμός προσωπικής επαγγελματικής αναγνώρισης. Μέσα από αυτό
το μονοπάτι κάθε θεσμός της δημοκρατίας, όπως το κοινοβούλιο κι ο συνδικαλισμός,
κάθε πυλώνας της πολιτείας, όπως η δημόσια διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση,
ακόμα και κάθε έκφραση του πολιτισμού, όπως η ακαδημαϊκή παιδεία και η τέχνη,
βρέθηκαν αιχμάλωτοι του κόμματος-κράτους. Χρησιμοποιήθηκαν από τον προσωπικό
τυχοδιωκτισμό και τον πολιτικό αριβισμό όλες οι λειτουργίες, οι αξίες και τα
ερείσματα της κοινωνίας. Παράλληλα ο κρατικός μηχανισμός θεωρήθηκε και
μετατράπηκε σε όχημα εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, τόσο αυτών που επέβαιναν
στο όχημα όσο κι αυτών που κατάφερναν να συνάψουν οιαδήποτε σχέση με την
λειτουργία του. Βλέποντας κάποιος την κατάσταση μέσω αυτού του πρίσματος η θέση
στην οποία έχουμε βρεθεί σήμερα, με χιλιαπλασιασμό του εξωτερικού χρέους από το
1974, δεν φαίνεται παράδοξη.
Το κυριότερο όμως «επίτευγμα» της γενιάς που κυβερνά την
χώρα τα τελευταία 20-25 έτη και συνεχίζει και σήμερα να ορίζει τις τύχες του
ελληνικού λαού είναι η χωρίς προηγούμενο πνευματική και ηθική αφαίμαξη των
Ελλήνων. Μπορεί τα ποσοστά επιμόρφωσης να ανέβηκαν, αλλά η ουσία της παιδείας
των Ελλήνων καταβαραθρώθηκε. Σημειώνει εύστοχα ο κ. Ρακιντζής: «Το μόνο που
μένει στη χώρα μας είναι να κρατήσει ζωντανό κι ακμαίο ένα άλλο κεφάλαιο: τον
ελληνικό πολιτισμό, την ελληνικότητα μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ένα σημάδι
της παρακμής μας είναι ότι τα παιδιά μας είχαν σταματήσει να μεγαλώνουν
ελληνοκεντρικά». Πλήρης αφελληνισμός της παιδείας και του σκέπτεσθαι. Αυτή η
πορεία έφτασε τα παιδιά μας στο σοβαρό έλλειμμα γλωσσικής, ιστορικής και
πολιτιστικής παιδείας. Ως συνέπεια ήρθε το μεγάλο παθητικό στην εθνική
αυτοσυνείδηση. Γίναμε ένας λαός - ιδίως οι νεώτεροι, οι κάτω των 40 - χωρίς
πολιτιστική κι εθνική ρίζα, ή μάλλον χωρίς σύνδεση με την ρίζα του.
Κάθε σχέση με την ελληνικότητα, με την κρυστάλλινη διαύγεια
του πολιτιστικού μας πεπραγμένου, ποινικοποιήθηκε συνδεόμενη με μελανές
πολιτικές πρακτικές μιας εποχής ακραίου φανατισμού και εθνικού διχασμού. Όποιος
μιλούσε για ελληνικό πολιτισμό, ελληνική γλώσσα, ελληνική ιστορία, ελληνική
παράδοση αυτοδικαίως επέσυρε κι εν πολλοίς και σήμερα επισύρει τον χαρακτηρισμό
του φασίστα, του ακροδεξιού και λοιπούς τίτλους που αφειδώς χρησιμοποιεί η
χορεία των επαγγελματιών προοδευτικών και δημοκρατών. Εξού και η ακολουθούσα
ερώτηση: «Δεν φοβόσαστε στην εποχή μας μήπως σας πουν φασίστα;» Με παρρησία
όμως έρχεται κι η απάντηση: «Όχι. Είμαι ένας άνθρωπος που έχω ζήσει στο
εξωτερικό και εκτιμώ την μοναδικότητά μας, τον πολιτισμό και την παράδοσή μας.
Αν τα χάσουμε όλα αυτά, θα απορροφηθούμε και θα γίνουμε μια ασήμαντη ευρωπαϊκή
επαρχία, που θα ακολουθεί τα χαρακτηριστικά των άλλων, τα οποία δεν μας
ταιριάζουν κιόλας. Οφείλουμε να κοιτάξουμε την ιστορία μας για να μπορέσουμε να
βγούμε από την κρίση, να διαβάσουμε τους αρχαίους συγγραφείς, να ανακαλύψουμε
ποιοί είμαστε. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι φασιστικό ή σοβινιστικό. Νομίζω ότι
είναι αναγκαίο».
Αυτό επέτυχε η «γενιά του Πολυτεχνείου». Να μεταλλάξει το
αναγκαίο και φυσικό σε φασιστικό και σοβινιστικό. Να κάνει τα αυτονόητα,
απαγορευμένα. Να μας κάνει «των Ευρωπαίων περίγελο και των αρχαίων παλιάτσους»,
όπως έγραψε κάποτε ο ποιητής. Τώρα βέβαια που η γύμνια αυτής της γενιάς
αποκαλύφθηκε ψάχνει τον ένοχο οπουδήποτε μακριά της. Κάποιος άλλος πρέπει να
φταίει για την δική της ανεπάρκεια. Πότε-πότε όμως η καμήλα πρέπει να σταματά
να κοιτά για τις άλλες καμπούρες και να γυρίζει να δει τη δική της. Ίσως εκεί
βρίσκεται το πρόβλημα...
Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση.
ΑπάντησηΔιαγραφή